Ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου αναμένεται να ξεκινήσει σήμερα Τετάρτη η δίκη των έξι κατηγορουμένων, δύο επιχειρηματιών και τεσσάρων αστυνομικών, για όσα συνέβησαν το μεσημέρι της 21ης Σεπτεμβρίου 2018 στην οδό Γλάδστωνος στο κέντρο της Αθήνας όπου πέθανε χτυπημένος ο 33χρονος Ζακ Κωστόπουλος.
Τόσο οι δύο πολίτες, ο κοσμηματοπώλης και ένας μεσίτης, όσο και οι τέσσερις αστυνομικοί που είχαν σπεύσει στο σημείο είναι κατηγορούμενοι για θανατηφόρα σωματική βλάβη. Η δίκη προσδιορίστηκε για σήμερα μετά από αναβολή που είχε λάβει πριν έναν χρόνο λόγω των μέτρων για τον κορονοϊό.
Ο θάνατος του 33χρονου ακτιβιστή που έρχεται στο προσκήνιο τρία χρόνια μετά, είχε συνταράξει μεγάλο μέρος της κοινωνίας λόγω της σκληρότητας των χτυπημάτων που δέχθηκε από τους κατηγορούμενους, σκηνές που καταγράφηκαν και μεταδόθηκαν από Μέσα Ενημέρωσης, ένας θάνατος σε δημόσια θέα, όπως έχει αναφέρει η Πολιτική Αγωγή.
Το υλικό, το οποίο αποτελεί μέρος της δικογραφίας και αναμένεται να προβληθεί στο δικαστήριο, είναι ιδιαίτερα σκληρό καθώς καταγράφει τον 33χρονο να δέχεται σφοδρά χτυπήματα από τους δύο πρώτους κατηγορούμενους και τελικά να ξεψυχά ενώ οι αστυνομικοί προσπαθούσαν να του περάσουν χειροπέδες.
Σύμφωνα με το βούλευμα του δικαστικού Συμβουλίου για την παραπομπή των έξι κατηγορουμένων, ο 33χρονος στις 21 Σεπτεμβρίου 2018 και ώρα 2:30 το μεσημέρι «εισήλθε για άγνωστη αιτία» στο κοσμηματοπωλείο του 76χρονου κοσμηματοπώλη επί της οδού Γλάδστωνος του οποίου η πόρτα ήταν ανασφάλιστη από τον ιδιοκτήτη λόγω της ολιγόλεπτης απουσίας του.
Ο Κωστόπουλος, σύμφωνα με τη δικογραφία, ήταν σε υπερδιέγερση και όταν αντιλήφθηκε πως δεν μπορεί να εξέλθει γιατί "ασφάλισε" η πόρτα, άρχισε να χτυπά με πυροσβεστήρα αρχικά την γυάλινη θύρα και στην συνέχεια το κατώτερο επίπεδο της βιτρίνας που θρυμματίστηκε.
Όταν το θύμα επιχείρησε να συρθεί για να βγει από εκεί δέχθηκε αλλεπάλληλα σφοδρά χτυπήματα στο κεφάλι και το σώμα από τον κοσμηματοπώλη και τον 58χρονο μεσίτη. Στη συνέχεια οι αστυνομικοί, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ενώ ήδη ήταν αιμόφυρτος και σε "αδυναμία συγκέντρωσης των δυνάμεων του και εμφάνιζε δυσχέρειες στην αναπνοή... έδρασαν με υπερβάλλοντα ζήλο" και με άσκηση έντονης βίας τον ακινητοποίησαν.
Οι σοβαρές σωματικές βλάβες που προκλήθηκαν από τα αλλεπάλληλα χτυπήματα που δέχθηκε ο 33χρονος, «συντέλεσαν στην πρόκληση οργανικού στρες, το οποίο με τη σειρά του προκάλεσε τις ισχαιμικού τύπου αλλοιώσεις του μυοκαρδίου που αποτέλεσαν την τελική αιτία θανάτου» σύμφωνα με τις ιατροδικαστικές εκθέσεις που περιλαμβάνονται στα στοιχεία της υπόθεσης.
Στο βούλευμα αναφέρεται πως οι δύο καταστηματάρχες είχαν στόχο «να μην αφήσουν το θύμα να διαφύγει» πλην όμως «εν όψει της ηλικίας τους και της στοιχειώδους κοινωνικής εμπειρίας που διέθεταν, είχαν τη δυνατότητα να προβλέψουν ότι η επίθεσή τους σε βάρος του Κωστόπουλου με πλήγματα στην κεφαλή, ενόσω μάλλον διέρχονταν από θραυσμένο υαλοπίνακα, μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα το θάνατο του παθόντος, όμως από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής, την οποία όφειλαν και μπορούσαν να καταβάλλουν, έδρασαν απερίσκεπτα και επιτέθηκαν κατά του παθόντος μη προβλέποντας το επελθόν αποτέλεσμα».
Για τους τέσσερις ένστολους οι δικαστές του Συμβουλίου αναφέρουν ότι «ενόψει της εκπαίδευσης που είχαν λάβει και της εμπειρίας που διέθεταν από την άσκηση των καθηκόντων τους, είχαν τη δυνατότητα να προβλέψουν ότι τα χτυπήματα που κατάφεραν στον Κωστόπουλο, προκειμένου να τον ακινητοποιήσουν και να τον δεσμεύσουν, με δεδομένο ότι αυτός βρισκόταν σε κατάσταση υπερδιέγερσης, αλλά με προφανή αδυναμία συγκέντρωσης των δυνάμεων του, έφερε πολλαπλά τραύματα και εμφάνιζε δυσχέρειες στην αναπνοή, θα επέτειναν τον ήδη υφιστάμενο κίνδυνο ζωής που αντιμετώπιζε και, όμως από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής, την οποία όφειλαν και μπορούσαν να καταβάλλουν, έδρασαν με υπερβάλλοντα ζήλο (...) μη προβλέποντας το επελθέν αποτέλεσμα».
Το δικαστικό συμβούλιο είχε απορρίψει τις αιτιάσεις της οικογένειας του ακτιβιστή, που ζητά την αναβάθμιση της κατηγορίας σε ανθρωποκτονία με ενδεχόμενο δόλο.