Η υπόθεση της διεκδίκησης των Γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο έχει βραχυκυκλωθεί, λέει στην ουσία το λονδρέζικο δικηγορικό γραφείο που είχε αναλάβει τη μελέτη σχετικού θέματος. Μόνη ελπίδα είναι η προσφυγή σε κάποιο διεθνές δικαστήριο.
Στο Δικαστήριο της Χάγης ή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Στρασβούργου. Αν προσφύγουμε στο πρώτο, όμως, καλό θα ήταν να το κάνουμε μέσω ενός διεθνούς οργανισμού, της ΟΥΝΕΣΚΟ ή των Ηνωμένων Εθνών.
Το πόρισμα, που υπογράφεται από τους Τζέφρι Ρόμπερτσον, Νόρμαν Πάλμερ και Αμάλ Κλούνεϊ, έδωσε χθες στη δημοσιότητα η βρετανική εφημερίδα Guardian. Αποτελείται από 142 σελίδες και περιλαμβάνει το ιστορικό της υπόθεσης με την αρπαγή των γλυπτών από τον λόρδο Ελγιν, την αγορά τους από το βρετανικό Κοινοβούλιο, μέχρι και την πρόσφατη άρνηση της Μεγάλης Βρετανίας να δεχτεί τη διαμεσολάβηση της ΟΥΝΕΣΚΟ.
Μόνο μια απόφαση διεθνούς δικαστηρίου μπορεί να φέρει τα Μάρμαρα του Παρθενώνα πίσω στην Ελλάδα λένε οι τρεις νομικοί. Εξηγούν πως η Ελλάδα έκανε όλα τα βήματα, δημόσια, σε διεθνείς οργανισμούς κ.α. για την επιστροφή των μαρμάρων αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Πρέπει τώρα να αναλάβει άλλου είδους δράση.
Ο ΟΗΕ ή η ΟΥΝΕΣΚΟ μπορούν να ζητήσουν μια «συμβουλευτική» απόφαση από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, αλλιώς τα μάρμαρα θα μείνουν για πάντα στην γκαλερί Ντιβέν, στο Βρετανικό Μουσείο.
Συμπληρώνουν πως επειδή παραβιάζονται τα άρθρα 1 και 8 της σύμβασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων (προστασία περιουσίας και δικαίωμα στην απόλαυση των πολιτιστικών θησαυρών) είναι δυνατή και η προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στο Στρασβούργο.
Η νομική έκθεση εξετάζει τα επιχειρήματα του Βρετανικού Μουσείου και τα καταρρίπτει ένα ένα. Ξεκινά από το ότι δεν υπήρξε φιρμάνι του σουλτάνου που να του επιτρέπει να απομακρύνει γλυπτά, ότι αυτό που παρουσίασε σε ιταλική μετάφραση ήταν μια απλή επιστολή ενός αξιωματούχου, του βοηθού του Μεγάλου Βεζίρη και ότι ακόμα και αυτό το υπερέβη κατά πολύ. Πράγμα που συνιστά παρανομία.
Δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι τα προστάτευσε, επειδή ο κλέφτης δεν έχει το δικαίωμα να προβάλει προς υπεράσπισή του πως τα φύλαξε καλύτερα από τον ιδιοκτήτη. Αλλωστε, η Ελλάδα μετά από λίγο ελευθερώθηκε από τον οθωμανικό ζυγό. Ακόμα και κατά τα έτη της Επανάστασης και παρά τις πολιορκίες της Ακρόπολης, δεν έπαθαν το παραμικρό όσα είχαν μείνει στο μνημείο.
Επομένως, το επιχείρημα «No Elgin, no marbles» (αν δεν υπήρχε ο Ελγιν δεν θα υπήρχαν τα μάρμαρα) απλώς αποτελεί προπαγάνδα. Η αλήθεια είναι πως χωρίς τον Ελγιν, τα Γλυπτά θα ήταν στον Παρθενώνα μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας.
Το Βρετανικό Μουσείο ποτέ δεν απέδειξε ότι τα έσωσε υπό τον οθωμανικό νόμο ή ότι αυτό έγινε υπό συνθήκες έκτακτης ανάγκης. Αυτό δεν μπορεί να σταθεί με όποιον διεθνή νόμο.
Η Μεγάλη Βρετανία είναι υπόλογη για τις πράξεις του Ελγιν, αφού σύμφωνα με τον διεθνή νόμο οι πράξεις ενός πρέσβη αντανακλούν στο κράτος του ακόμα και αν δεν έχουν σχέση με τον ρόλο του ως πρέσβη.
Η Ελλάδα ήταν τότε κατεχόμενο κράτος και τα μνημεία της, ιδίως τα θρησκευτικά, έπρεπε να τυγχάνουν σεβασμού. Τα βρετανικά δικαστήρια όμως θα αρνούνταν να ορίσουν πως οι επίτροποι (trustees) πρέπει να επιστρέψουν τα μάρμαρα, επειδή δεν το κάνουν ακόμα και για κλοπιμαία των ναζί. Αρα, θα πρέπει να υπάρξει ένας υπέρτερος νόμος, ένας διεθνής.
Το αδύνατο σημείο των Αγγλων είναι η πράξη του βρετανικού Κοινοβουλίου το 1963. Με αυτήν «ξεπλένουν» τα κλοπιμαία του Ελγιν, καθώς έχουν αντιληφθεί πως δεν διαθέτουν καθαρά παραστατικά απόκτησης. Δίνουν de facto πιστοποιητικά στο Βρετανικό Μουσείο. Αυτό μπορεί να καταπέσει σε οποιοδήποτε διεθνές δικαστήριο. Κανένα κράτος δεν μπορεί να νομιμοποιήσει παράνομες πράξεις υπηκόου του σε ξένη χώρα με αναδρομική κάλυψη. Μετά και τα ναζιστικά εγκλήματα, οι διεθνείς νόμοι είναι υπεράνω των εθνικών που έχουν περάσει από κάποια κοινοβούλια.
Η Ελλάδα, επισημαίνουν οι τρεις νομικοί, δεν έπαψε ποτέ να ζητά την επιστροφή τους. Η πρώτη επιστολή του βασιλιά Οθωνα χρονολογείται το 1836, ελάχιστα χρόνια μετά την απελευθέρωση, και η δεύτερη, της Αρχαιολογικής Εταιρείας, το 1844. Από τότε το θέμα ανακινείται τακτικά.
Επομένως, δεν ευσταθεί το επιχείρημα ότι έχουμε αργήσει. Η Σύμβαση της Χάγης, που έχει συντάξει η ΟΥΝΕΣΚΟ και αφορά την περίπτωση ένοπλης σύρραξης, δεν αναγνωρίζει χρονικό περιθώριο ως προς την αντίδραση του θιγόμενου μέρους.
«Τώρα ή ποτέ» τονίζουν οι νομικοί. Αν υπάρξει ακόμα μια καθυστέρηση, μπορεί να χάσουμε τα πάντα. Αντιθέτως, πάντοτε κατά την άποψή τους, η υπόθεση θα είναι κατά πάσα πιθανότητα κερδοφόρα. Και αν όμως χάσουμε, δεν θα έχουν χαθεί όλα. Η συζήτηση για το σοβαρό αυτό ζήτημα μόλις θα έχει ξεκινήσει.
Υπενθυμίζουμε πως στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο έχει προσφύγει ο Σύλλογος των Αθηναίων.
Η ομάδα των Βρετανών - Αυστραλών διευκρινίζει πως στο συγκεκριμένο δικαστήριο προσφεύγουν κυρίως ιδιώτες, αλλά αυτό δεν αποκλείει την προσφυγή και εκ μέρους κρατών, εφόσον και αυτά είναι οντότητες. Ανάμεσα στις κερδισμένες υποθέσεις βρίσκεται και εκείνη της Κυπριακής Δημοκρατίας που προσέφυγε μαζί με την Αρχιεπισκοπή για την επιστροφή των ψηφιδωτών της Κανακαριάς από τα Κατεχόμενα.
Αριστείδης Μπαλτάς
«Είναι καλή η συγκυρία»
Συμμαχίες προσπαθεί να αναπτύξει ο υπουργός Πολιτισμού Αριστείδης Μπαλτάς, σύμφωνα με τις δηλώσεις του στον «Guardian», ώστε να ενδυναμώσει τη θέση της Ελλάδας στη διαμάχη για τα Γλυπτά του Παρθενώνα. Αντίθετα με το παρελθόν, οπότε και η σκέψη ήταν να μην υπάρξει δικαστική διαμάχη, αυτή τη φορά η Ελλάδα εξετάζει όλα τα ενδεχόμενα, καθώς συμπληρώνονται 200 χρόνια από την «αιχμαλωσία» των Γλυπτών στο Λονδίνο.
Ο κ. Μπαλτάς βρίσκει πως υπάρχει μια καλή συγκυρία τώρα, καθώς είναι σε έξαρση η καταστροφή μνημείων σε κατεχόμενα εδάφη από το Ισλαμικό Κράτος. Αυτή η περίπτωση μπορεί να βοηθήσει και τη χώρα μας στη διεκδίκηση, που είναι ανάλογη, καθώς ένας νέος διεθνής νόμος είναι πράγματι αναγκαίος. «Δεν αντιμετωπίζουμε τον Παρθενώνα ως αποκλειστικά ελληνικό, αλλά ως μια κληρονομιά της ανθρωπότητας». Ωστόσο, παραδέχεται ότι υπάρχει το ενδεχόμενο μιας αρνητικής για την Ελλάδα απόφασης, καθώς «δεν υπάρχει μια αδιαμφισβήτητη νομική βάση».
Της Αγγελικής Κόττη
Από το ethnos.gr