Επιστήμονες στις ΗΠΑ εμφύτευσαν μια πειραματική συσκευή σε πέντε ασθενείς με τραυματική κάκωση εγκεφάλου η οποία βελτίωσε σημαντικά τις νοητικές τους λειτουργίες.
Στο πλαίσιο μιας νέας μελέτης που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Nature Medicine», επιστήμονες από το Weill Cornell Medicine στη Νέα Υόρκη εμφύτευσαν μια πειραματική συσκευή σε πέντε άτομα ηλικίας 22 έως 60 ετών, με μέτριες έως σοβαρές εγκεφαλικές κακώσεις.
Εάν τα αποτελέσματα επιβεβαιωθούν σε μεγαλύτερες κλινικές δοκιμές, τα εμφυτεύματα θα μπορούσαν να αποτελέσουν την πρώτη αποτελεσματική θεραπεία για χρόνιες εγκεφαλικές κακώσεις, δήλωσαν οι ερευνητές.
Ο Δρ. Νίκολας Σιφ, νευρολόγος στο Weill Cornell Medicine και επικεφαλής της μελέτης και η ομάδα του σχεδίασαν την κλινική δοκιμή με βάση πολυετή έρευνα σχετικά με τη δομή του εγκεφάλου. Οι μελέτες αυτές έδειξαν ότι η ικανότητά μας να εστιάζουμε σε εργασίες εξαρτάται από ένα δίκτυο εγκεφαλικών περιοχών που συνδέονται μεταξύ τους με μακριούς κλάδους νευρώνων. Οι περιοχές στέλνουν σήματα η μία στην άλλη, δημιουργώντας έναν βρόγχο ανατροφοδότησης που διατηρεί ολόκληρο το δίκτυο ενεργό.
Ο ξαφνικός κλονισμός του εγκεφάλου – σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα για παράδειγμα – μπορεί να διακόψει ορισμένες από τις συνδέσεις του δικτύου και να οδηγήσει σε κώμα, υπέθεσαν ο Δρ. Σιφ και οι συνεργάτες του. Κατά τη διάρκεια της ανάκαμψης, το δίκτυο μπορεί να επανέλθει. Αλλά αν ο εγκέφαλος έχει υποστεί σοβαρή βλάβη, μπορεί να μην ανακάμψει πλήρως.
Οι ερευνητές εντόπισαν μια δομή βαθιά μέσα στον εγκέφαλο ως κρίσιμο κόμβο του δικτύου. Ο κεντρικός πλευρικός πυρήνας όπως ονομάζεται, είναι ένα λεπτό φύλλο νευρώνων περίπου στο μέγεθος και το σχήμα ενός κελύφους αμυγδάλου. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος διαθέτει δύο τέτοιες δομές, μία σε κάθε ημισφαίριο. Οι δομές αυτές φαίνεται ότι βοηθούν τον εγκέφαλο να ηρεμήσει τη νύχτα και να αναζωογονηθεί το πρωί.
Andrew Janson/Butson Lab
Πριν από την εμφύτευση των ηλεκτροδίων, οι εθελοντές συμπλήρωσαν διάφορα τεστ αξιολόγησης των νευρολογικών δεξιοτήτων τους. Για παράδειγμα, σε ένα από τα τεστ οι εθελοντές έπρεπε να ενώσουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν 25 τελείες μεταξύ τους, ώστε οι γιατροί να αξιολογήσουν νοητικές δεξιότητες όπως η ταχύτητα της σκέψης και η ικανότητα επεξεργασίας πληροφοριών.
Πριν από τη χειρουργική επέμβαση, οι ερευνητές σάρωσαν τον εγκέφαλο κάθε εθελοντή για να δημιουργήσουν έναν ακριβή χάρτη. Η Δρ. Τζέιμι Χέντερσον, νευροχειρουργός στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, οδήγησε το ηλεκτρόδιο μέσα στον εγκέφαλο, στον κεντρικό πλευρικό πυρήνα. Η νευροχειρουργός εμφύτευσε τα ηλεκτρόδια σε έξι εθελοντές, αλλά ένας από αυτούς αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη μελέτη αφού εμφάνισε μόλυνση στο τριχωτό της κεφαλής. Ένα μήνα μετά την επέμβαση, οι υπόλοιποι πέντε εθελοντές συμπλήρωσαν και πάλι διάφορα τεστ, όπου διαπιστώθηκε βελτίωση των επιδόσεών τους- από 15 έως 52%.
Ο Δρ. Στίβεν Λόρεϊς, νευρολόγος στο Πανεπιστήμιο της Λιέγης στο Βέλγιο, ο οποίος δεν συμμετείχε στη μελέτη, δήλωσε ότι τα αποτελέσματα υποστηρίζουν τη θεωρία ότι η προσοχή και άλλες μορφές σκέψης εξαρτώνται από το δίκτυο που καλύπτει ολόκληρο τον εγκέφαλο.
«Υπάρχουν αρκετοί λόγοι για να πιστεύουμε ότι αξίζει να το επιδιώξουμε», δήλωσε αναφερόμενος στη μελέτη.
Ο Δρ. Λόρεϊς αναγνώρισε ότι οι επεμβάσεις εμφύτευσης θα είναι δαπανηρές, αλλά υποστήριξε ότι η κοινωνία πρέπει να αναγνωρίσει ότι εκατομμύρια άνθρωποι υποφέρουν από τραυματικές εγκεφαλικές κακώσεις.
«Πρόκειται για μια σιωπηλή επιδημία», κατέληξε ο ερευνητής.