Κυδώνι

Κυδώνι

Το κυδώνιον ή κυδώνιν, το μεσαιωνικό, προέρχεται από το ελληνιστικό κυδώνιον και αυτό με τη σειρά του από το επίθετο Κυδώνια που χρησιμοποιούνταν, για να προσδιορίσει κάποιους καρπούς, τα ίδια τα κυδώνια, με το κίτρινο χρυσαφί χρώμα, που τα φτιάχνουμε και σήμερα μαρμελάδα, τα κάνουμε γλυκό του κουταλιού ή τα βάζουμε στο κρέας, για να το κάνουμε κυδωνάτο.

Το επίθετο Κυδώνια, ως προσδιοριστικό κάποιου τόπου, μάλλον αναφερόταν στην Κυδωνία, τα σημερινά Χανιά, και έδωσε το όνομά του στον πολύ παλιό καρπό, που τον βρίσκουμε ήδη τον 7ο αιώνα π.Χ., στον ποιητή Στησίχορο, τον λυρικό ποιητή από την Ιμέρα της Σικελίας.

Ο αρχαιότερός της τύπος ήταν κοδύμελον και προήλθε από μικρασιατική γλώσσα. Άλλωστε και το κυδώνι έφθασε σε μας από από τον Καύκασο.

Οι αρχαίοι μας το χρησιμοποιούσαν στη μαγειρική, το συνέδεαν με τη θεά Αφροδίτη και τον έρωτα, αφού συνιστούσαν στις νιόπαντρες κοπέλλες, πριν μπουν στο νυφικό θάλαμο, να φάνε ένα από αυτά, για να έχει το φιλί τους όμορφη γεύση. Η σύνδεσή του με τη θεά του έρωτα οφείλεται στο ότι το μ?λον που προσέφερε ο Πάρις στη θεά ήταν το κυδώνι και όχι το γνωστό μας κόκκινο μήλο.

Το επίθετο κυδωνα?ος προσδιόριζε τα σ?κα τα χειμερινά, σύκα χειμωνιάτικα που είχαν μέγεθος μεγάλο και χορταστικό. Ο κυδώνιος ήταν ο τροφαντός, γεμάτος και λαχταριστός, χαρακτηρισμός των γυναικείων ευμεγέθων μαστών ή κυδωνίων τιτθίων. Κάθε κυδώνιον θύμιζε το σχήμα του κυδωνιού.

Με αυτό έφτιαχναν και ένα είδος λικέρ, τον κυδωνίτην ο?νον, που είχε τη  γλυκόξινη γεύση του κυδωνιού.

Στα παλιά ελληνικά είχαμε και το ρήμα κυδωνιάω – ?, είμαι πολύ μεγάλος σαν κυδώνι, ωραίος και καμπυλόγραμμος.

Πολύ γνωστές οι μικρασιατικές Κυδωνίες ή αλλιώς Αϊβαλί, πατρίδα του Ηλία Βενέζη και Φώτη Κόντογλου, που έχει γράψει μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο: «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου». Σε αυτήν αναπολεί το λιμάνι, απέναντι από τη Λέσβο, που λέγεται στα τουρκικά Ayval?k, γιατί είναι γεμάτο ayva, κυδώνια.

Το κυδώνι πρωταγωνιστεί στο δημοτικό τραγούδι που αναφέρεται στα δεινά της ξενιτιάς. Σού στέλνω μήλο σέπεται (= σαπίζει), κυδώνι μαραγκιάζει, λέει ο ανώνυμος τραγουδιστής, αναφερόμενος στο ξενιτεμένο πρόσωπο, του οποίου την απουσία θρηνεί. Ακόμα και το τόσο ανθεκτικό κυδώνι, αν κάνει μακρινό ταξίδι, σαπίζει και χάνει την ομορφιά του. Δεν το τρέφει το κλίμα της πατρίδας.

Τα κυδώνια είναι επίσης όστρακα της θάλασσας, των οποίων το εσωτερικό τρώγεται, και τα μαζεύουν οι ψαράδες με τη θαλάσσια άμπωτη.

Η εποχή καλεί για κυδωνόπαστα, ζελέ κυδωνιώνμαρμελάδα από κυδώνι, αλλά και κυδώνια στο φούρνο ως γλυκό. Όσο για τα Χριστούγεννα που πλησιάζουν, το κρέας κυδωνάτο είναι εξαίσιο στη γεύση. Μπορείτε να το συνοδεύσετε με πατάτες φούρνου κομμένες κυδωνάτες, σε σχήμα μισοφέγγαρο, όπως κόβουμε τα κυδώνια, όταν τα βάζουμε στο ταψί, για να τα κάνουμε γλυκό με κόκκινο κρασί, μαύρη ζάχαρη και μπόλικα μυρωδικά κανελλογαρύφαλλα.

Το κυδώνι σε κάθε περίπτωση συνδέεται με την Ελλάδα μας και τις εικόνες της. Γι'' αυτό κι ο Ελύτης στο «Άξιον Εστί» γράφει:

Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική.

το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου...

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου...

Εκεί ρόδια, κυδώνια

θεοί μελαχροινοί, θείοι κ'' εξάδελφοι

το λάδι αδειάζοντας μες στα πελώρια κιούπια.

Και πνοές από τη ρεμματιά ευωδιάζοντας

λυγαριά και σχίνο...

Η λέξη εδώ φορτίζεται ιδιαίτερα σημασιολογικά. Είναι ό,τι μπορεί να είναι ένα κυδώνι, ένας καρπός της στεριάς ή της θάλασσας, που στον καθένα μας φέρνει διαφορετικές εικόνες.