Το φθινόπωρο θέλει βροχές και το Χρηματιστήριο κεφάλαια
shutterstock
shutterstock

Το φθινόπωρο θέλει βροχές και το Χρηματιστήριο κεφάλαια

Οι τίτλοι τέλους της καταιγίδας του sell-off, έπεσαν γρήγορα κι έφυγαν χωρίς να αφήσουν ισχυρά πλήγματα. Από τις 1474 μονάδες της 2ας Αυγούστου, ο Γενικός Δείκτης είχε βρεθεί στις 1322 μονάδες, για να επανέλθει στις 1431 μονάδες εν μέσω της θερινής ραστώνης. Και τώρα τι γίνεται; Τι να περιμένουμε το φθινόπωρο; 
 
Στις 13 Σεπτεμβρίου είναι η μεγάλη ημέρα. Η ημέρα αξιολόγησης της Ελληνικής Οικονομίας από τη ναυαρχίδα των οίκων αξιολόγησης, τη Moody’s, που εξακολουθεί να βαθμολογεί την Ελλάδα με Ba1. Ένα βήμα πριν από την επενδυτική βαθμίδα. Κατά τη διάρκεια του πρόσφατου συνεδρίου του Economist, εκπρόσωπος της Moody’s είχε άνοιξε ένα παράθυρο για αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας στην επενδυτική βαθμίδα, χωρίς ωστόσο να προαναγγείλει ή να δεσμευτεί για το τι θα πράξει ο διεθνής οίκος αξιολόγησης στην έκθεση του, τον Σεπτέμβριο του 2024.  
 
Αν δώσει το ΟΚ, τότε θα ανοίξει ο δρόμος για την τοποθέτηση νέων θεσμικών κεφαλαίων στην πρωτογενή και δευτερογενή αγορά των ελληνικών ομολόγων. Τα νέα κεφάλαια υπολογίζονται πέριξ των 20 δισ. ευρώ. Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η επενδυτική βαθμίδα αφορά το αξιόχρεο των ελληνικών ομολόγων. Και θα ακολουθήσει η είσοδος κεφαλαίων και στο Χρηματιστήριο Αθηνών. 
 
Αν η Moody’s δεν δώσει το ΟΚ, τότε το Χρηματιστήριο θα εκδηλώσει την απογοήτευση του ίσως με πωλήσεις μετοχών, για να συνεχίσει την πορεία του και πάλι εν μέσω προσδοκιών για μια πιθανή αναβάθμιση κατά τη διάρκεια της επόμενης αξιολόγησης. 
 
Το ενδεχόμενο θετικής εξέλιξης σχετικά με τη Moody’s μέσα στον Σεπτέμβριο, ίσως δώσει το έναυσμα, για να ξεφύγει ο Γενικός Δείκτης από αυτό το στενό εύρος τιμών από τις 1420 μέχρι τις 1440 μονάδες που κινείται εδώ και δυο εβδομάδες. 
 
Τι άλλο θα μπορούσε να βοηθήσει τον Γενικό Δείκτη; Από το εξωτερικό, το ενδεχόμενο μείωσης των επιτοκίων από τη Fed στις 18 Σεπτεμβρίου. Και από το εσωτερικό, η εκκίνηση της δεύτερης φάσης της αποεπένδυσης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας από τη μετοχική βάση της Εθνικής Τράπεζας.   
 
Η μείωση των επιτοκίων θα δώσει από μόνη της, ώθηση στις αγορές. Η επιτυχής αποεπένδυση του ΤΧΣ από την Εθνική Τράπεζα, θα πιστοποιήσει το ενδιαφέρον για τις υψηλές τιμές – στόχους που δίνουν οι ξένοι χρηματιστηριακοί οίκοι για τις ελληνικές τραπεζικές μετοχές και θα επιβραβεύσει τις ίδιες τις τράπεζες για την αύξηση της κερδοφορίας τους μέσα στο Α’ εξάμηνο του 2024. Που ήταν +88% για την Τράπεζα Πειραιώς, +26,5% για την Εθνική Τράπεζα, +6,6% για την Alpha Bank και +5,5% για την Eurobank. 
 
Δικαιούται το Χρηματιστήριο Αθηνών να καταγράψει υψηλότερες τιμές; Ναι. Οι ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ πέριξ του +2,0% και +2,4% κινούνται υψηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Οι δείκτες κερδοφορίας και οι μερισματικές αποδόσεις προσδίδουν στο Χρηματιστήριο Αθηνών ένα ισχυρό προβάδισμα, σε σχέση με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά. Εάν στα προαναφερθέντα συνυπολογίσουμε και την απουσία πολιτικού ρίσκου, αφού παρά την αυξανόμενη δυσαρέσκεια των πολιτών, δεν υπάρχει αντίπαλο πολιτικό δέος απέναντι στην κυβέρνηση, όλα δείχνουν ότι οι υψηλότερες τιμές δεν αποτελούν ανεκπλήρωτο στόχο. 
 
Σημείο προβληματισμού; Ο χαμηλός όγκος συναλλαγών. Διότι ναι μεν δεν υπάρχουν ρευστοποιήσεις, όμως δεν εμφανίζονται και ισχυροί αγοραστές. Ίσως, οι επενδυτές να αναμένουν να συμμετάσχουν στο placements της Εθνικής Τράπεζας, της HelleniQ Energy, της Attica Group και στην αναμενόμενη αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της Cenergy. Όπως θυμόμαστε μετά από τα προηγηθέντα placements η αγορά είχε ατονήσει, αφού οι μεγάλες προσφορές μετοχικών τίτλων είχαν απορροφήσει σημαντικό μέρος της κεφαλαιακής ρευστότητας. 
 
Πρώτος ανοδικός στόχος για τον Γενικό Δείκτη, είναι η κατάκτηση των 1450 μονάδων, που θα οδηγήσει στην πιθανή υπέρβαση των προηγούμενων υψηλών και στην κατάκτηση των φιλόδοξων στόχων των 1560 και 1570 μονάδων. Μια ανοδική κίνηση θα απαιτήσει γενναία αύξηση του όγκου συναλλαγών και προσέλκυση νέων κεφαλαίων. Σε διαφορετική περίπτωση, τα επίπεδα του πρόσφατου sell-off θα είναι οι επόμενες χαμηλές στηρίξεις.