Το Χρηματιστήριο Αθηνών συνεχίζει ακάθεκτο, με απόδοση 34,5% από την αρχή της χρονιάς, έχοντας αφήσει πίσω του όλους τους διεθνείς δείκτες.
Ακόμα και αν ανοίξουμε το κάδρο, η ελληνική αγορά κατατάσσεται πρώτη σε απόδοση στον κόσμο τις τελευταίες 52 εβδομάδες με άνοδο 40%, ενώ σημειωτέον ότι η απόδοση του Χρηματιστηρίου Αθηνών είναι εντυπωσιακή ακόμα και σε επίπεδο τριετίας , όπου φιγουράρει πίσω από τον ινδικό δείκτη Νifty50 με απόδοση 78%.
Ακόμα και χθες που ανακοινώθηκαν τα στοιχεία για το ΑΕΠ, σύμφωνα με τα οποία η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε οριακά, κατά 0,1% κατά το πρώτο τρίμηνο του 2023, σε σύγκριση με το τελευταίο τρίμηνο του 2022 όπου είχε σημειώσει αύξηση κατά 1,1%, οι ρευστοποιήσεις ήταν επιλεκτικές και μέχρι το τέλος της συνεδρίασης είχαν δώσει τη σκυτάλη στις εντολές αγοράς οι οποίες οδήγησαν τον δείκτη στο ψυχολογικό όριο των 1.250 μονάδων.
Όσον αφορά τις επιδόσεις του ελληνικού ΑΕΠ κατά το πρώτο τρίμηνο του 2023, η υστέρηση οφείλεται κυρίως στις επενδύσεις που εμφάνισαν ρυθμό αύξησης 1%, ήτοι έναν ρυθμό μικρότερο από εκείνον του προηγούμενου τριμήνου και στην μικρότερη αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης, κατά 1,4%. Αμφότερα δεν επέτρεψαν να επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις για ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης πάνω από 3%.
Η 12μηνη αύξηση του ΑΕΠ λοιπόν περιορίστηκε σε 2,1%. Θα σημειώσουμε όμως ότι και πάλι ο ρυθμός αύξησης του ελληνικού ΑΕΠ ξεπερνά τον μέσο όρο 1,3% της Ευρωζώνης, ενώ ας μην ξεχνάμε ότι οι ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ ακολούθησαν τα στοιχεία του περασμένου μήνα για τη Γερμανία, η οποία οδηγήθηκε σε ύφεση τόσο στο δ΄τρίμηνο 2022 όσο και στο α΄τρίμηνο 2023.
Θα διορθώσει η αγορά ώστε να μπει το «νέο αίμα»;
Οι περισσότεροι επενδυτές μετά το εκλογικό αποτέλεσμα του Μαΐου που κατέδειξε ότι βαδίζουμε προς μια σταθερή κυβέρνηση στον δεύτερο γύρο των φετινών εκλογών, αναρωτιούνται αν θα έχουν την ευκαιρία να τοποθετηθούν περαιτέρω στο ελληνικό χρηματιστήριο σε φθηνότερες αποτιμήσεις.
Η αλήθεια είναι ότι ceteris paribus, καμία bull market που έχει δρόμο μπροστά της δε δίνει «φθηνά» σημεία εισόδου, εκτός και αν προκύψει φυσικά μια συστηματική κρίση.
Βάσει των προσδοκιών αλλά και των γεγονότων, η bull market του ελληνικού χρηματιστηρίου έχει δρόμο μπροστά της.
Όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε ο Κωνσταντίνος Χαροκόπος χθες- περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ- δεδομένου ότι ο Γενικός Δείκτης του ελληνικού χρηματιστηρίου είναι τραπεζοκεντρικός, οι τιμές στόχοι των ελληνικών τραπεζών που κυμαίνονται από +22% για τη μετοχή της Τράπεζας Πειραιώς έως 41% για τη μετοχή της Alpha Bank, προσδιορίζουν λίγο ή πολύ και τους στόχους του Χρηματιστηρίου Αθηνών για το επόμενο χρονικό διάστημα.
Ο πυρήνας όμως της χρηματιστηριακής ανόδου δεν είναι άλλος από την μακροοικονομική εικόνα της χώρας μας.
Αυτή η μακροοικονομική εικόνα βελτιώνεται σταθερά τα τελευταία χρόνια και έχει «μπολιάσει» τις θετικές προσδοκίες για τη χώρα μας σχεδόν όλων των χρηματοοικονομικών οίκων και οργανισμών.
Βλέπετε, οι μεγάλοι διεθνείς επενδυτές εξετάζουν μια οικονομία πολύπλευρα, λαμβάνοντας υπόψιν τη διαχρονική εξέλιξη του ΑΕΠ, εξετάζοντας τη μακροχρόνια τάση του και όχι μόνο τις βραχυχρόνιες διακυμάνσεις του. Εν ολίγοις, βλέπουν διαχρονικά τις επιδόσεις κάθε χώρας προκειμένου να πιστοποιήσουν ότι δεν πρόκειται για πυροτέχνημα.
Τις «εξετάσεις» αυτές φαίνεται ότι τις πέρασε η Ελλάδα τα τελευταία τρία χρόνια, τόσο σε επίπεδο ρυθμού ανάπτυξης του ΑΕΠ, όσο και σε επίπεδο εξαγωγών, Άμεσων Ξένων Επενδύσεων, Ακαθάριστου Σχηματισμού Πάγιου Κεφαλαίου κ.α, με τις προοπτικές να συνεχίζουν να παραμένουν υποστηρικτικές για τη χώρα μας. (σ.σ: Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ).
Ως εκ τούτου, από το ΔΝΤ, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή έως τη JP Morgan ή τη Morgan Stanley, όλοι εκτιμούν ότι η ανάπτυξη στην Ελλάδα τόσο το 2023 όσο και το 2024 θα είναι ισχυρή, παρά την περιοριστική νομισματική πολιτική.
Η τελευταία για παράδειγμα περιμένει ότι η ελληνική οικονομία θα εμφανίσει ρυθμούς της τάξης του 2,5% και 2,2% για το 2023 και το 2024, χάρη στις επενδύσεις που αναμένεται να συνεχίσουν να υποστηρίζονται από την εφαρμογή του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και από την εισροή άμεσων ξένων επενδύσεων σε επίπεδα ρεκόρ.
Η Morgan Stanley σε πρόσφατη έκθεση της αναγνωρίζει και αυτή ότι η Ελλάδα γνώρισε μια από τις πιο γρήγορες δημοσιονομικές εξυγιάνσεις στην Ευρώπη, επιστρέφοντας σε πρωτογενές ισοζύγιο ήδη το 2022 και μειώνοντας το επίπεδο χρέους/ΑΕΠ κατά 35 ποσοστιαίες μονάδες από το ρεκόρ του 206% το 2020 λόγω της πανδημίας.
Η εξυγίανση του χρέους αναμένεται να συνεχιστεί χάρη στην ισχυρή ανάπτυξη, με την προϋπόθεση πάντα ότι οι δημοσιονομικές δαπάνες θα είναι λελογισμένες έτσι ώστε να επιτρέψουν στην Ελλάδα να παρουσιάσει πρωτογενές πλεόνασμα περίπου 1,5% το 2024.
Άλλη μια παρατήρηση έχει να κάνει με τη δομή του χρέους που όπως έχουμε αναφέρει πολλάκις, η Ελλάδα μια περίοδο κάθετης αύξησης των επιτοκίων, βρίσκεται σε εξαιρετικά πλεονεκτική θέση έναντι των Ευρωπαίων εταίρων της αλλά και πολλών άλλων οικονομιών, χάρη στη «γυάλα» του δημόσιου χρέους, το οποίο βρίσκεται κυρίως στα χέρια του επίσημου τομέα και εξυπηρετείται με μεσοσταθμικά επιτόκια πέριξ του 1,5%.
Σύμφωνα λοιπόν και με τη νέα έκθεση της Morgan Stanley, με τις πληρωμές τόκων να παραμένουν συγκρατημένες, δεδομένης της δομής του ελληνικού χρέους, ο δείκτης χρέους/ΑΕΠ θα μειωθεί στο 163% το 2023 και στο 153,5% το 2024.
Ως εκ τούτου, η Morgan Stanley, αποτελεί άλλον έναν οίκο που θεωρεί σχεδόν δεδομένη την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από την χώρα μας, ειδικά από τη στιγμή που φαίνεται ότι στις 25 Ιουνίου θα έχουμε τον σχηματισμό μιας σταθερής κυβέρνησης που θα συνεχίσει την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και θα διαχειριστεί αποτελεσματικά τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης.
Οι προϋποθέσεις για να διατηρήσει ταχύτητα η ελληνική οικονομία
Η αποτελεσματική δημόσια διοίκηση, σε ένα κάδρο επιμελούς δημοσιονομικής πολιτικής, η μείωση της φορολογίας και φυσικά η θεσμοθέτηση γενναιόδωρων επενδυτικών κινήτρων σε ένα ευρύ φάσμα πεδίων και κλάδων της οικονομίας είναι η χρυσή συνταγή που θα εξασφαλίσει στην Ελλάδα τη συνέχεια των καλών επιδόσεων της και την πλήρη αξιοποίηση, τόσο των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, όσο και της αναβαθμισμένης θέσης της στον ενεργειακό χάρτη της Ευρώπης.
Η Ελλάδα χρόνο με τον χρόνο αποκτά εξαιρετικά σημαντικές υποδομές, ενώ την ίδια στιγμή διαθέτει ένα ικανό ανθρώπινο κεφάλαιο, μοναδική γεωπολιτική θέση που την καθιστούν πολύτιμη για τους νέους ενεργειακούς δρόμους, και φυσικά ένα μεγάλο brand name σε θέματα πολιτισμού, τουρισμού, ποιοτικών τροφίμων και ασφαλούς διαβίωσης.
Όλα αυτά έχουν συντελέσει στο να αλλάξει τα τελευταία χρόνια το επενδυτικό κλίμα για τη χώρα μας με λαμπρή απόδειξη την άνοδο των καθαρών εισροών Ξένων Άμεσων Επενδύσεων, οι οποίες για το 2022, ξεπέρασαν τα 7,2 δισ. ευρώ σημειώνοντας ρεκόρ τριακονταετίας! Να υπενθύμισουμε δε ότι και το 2021 ήταν μια χρονιά ρεκόρ για τις Ξένες Άμεσες Επενδύσεις, καθώς είχαν ξεπεράσει τα 5 δισ. ευρώ.
Στο αφιέρωμα μας τον Φεβρουάριο για την ελληνική οικονομία είχαμε επισημάνει ότι η ελληνική οικονομία δεν αρχίζει και τελειώνει μόνο στον τομέα του τουρισμού.
Οι τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών, οι επιστήμες υγείας με έμφαση στη φαρμακοβιομηχανία και τη βιοτεχνολογία, η αγροδιατροφή, η ενέργεια με έμφαση τον τομέα των ΑΠΕ, οι εφοδιαστικές αλυσίδες και οι τομείς των οπτικοακουστικών παραγωγών, έχουν το δικό τους μερίδιο στην ανάπτυξη της χώρας μας, προσελκύοντας μεγάλους επενδυτές όπως οι Microsoft, Pfizer, Cisco, DigitalRealty, Google, Blackstone Real Estate Partners, Goldman Sachs AssetManagement, JP Morgan Chase, Imerys κ.α
Περισσότερα για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας μπορείτε να διαβάσετε εδώ, εδώ και εδώ.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά,συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.