Το Χρηματιστήριο Αθηνών (ΧΑ) εδώ και πολλά χρόνια, εκτός ελαχίστων ειδικών περιπτώσεων, αφορά αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά εγχώριους επενδυτές. Ακόμη και το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων που φαίνεται ότι επενδύονται σε μετοχές του ΧΑ από το εξωτερικό αφορούν σε κεφάλαια Ελλήνων που είναι κατατεθειμένα σε χρηματιστηριακούς λογαριασμούς του εξωτερικού.
Ο ημερήσιος όγκος συναλλαγών κινείται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, δεν υπάρχει ενδιαφέρον εισαγωγής εταιρειών, οι τράπεζες και οι χρηματιστηριακές αδιαφορούν για την αγορά, και όσοι έχουν αποταμιεύσεις βλέπουν από μακριά το ταμπλό και κάνουν τον σταυρό τους να μην τους τύχει κανένα κακό...
Γιατί συμβαίνει αυτό; Και γιατί δεν έχουμε ακούσει τίποτε σημαντικό τα τελευταία πέντε χρόνια σχετικά με τη χρηματοδότηση των ελληνικών επιχειρήσεων μέσω του ΧΑ;
Το Χρηματιστήριο πρέπει να είναι ο καθρέφτης μιας οικονομίας. Πρέπει να δίνει την ευκαιρία σε εγχώριους και διεθνείς επενδυτές να τοποθετούν τα κεφάλαια τους στις μετοχές των καλύτερων εταιριών μιας χώρας, εκείνων που αντικατοπτρίζουν το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της οικονομίας της. Και αυτό συμβαίνει, στο εξωτερικό.
Οι μεγαλύτερες εταιρίες της Γαλλίας (που εκπροσωπούνται στον δείκτη CAC 40) είναι εταιρίες πολυτελών καταναλωτικών αγαθών, αυτοκινητοβιομηχανίες, η Airbus, μεγάλες ασφαλιστικές και τράπεζες που κυριαρχούν παγκοσμίως, εταιρίες σουπερμάρκετ και τροφίμων, κλπ. Στη Γερμανία, οι αυτοκινητοβιομηχανίες, οι βιομηχανίες χημικών και φαρμάκων, τεχνολογίας, η Siemens, κλπ. Στις ΗΠΑ, εταιρίες τεχνολογίας, οι τράπεζες της Wall Street, οι εταιρίες φαρμάκων, οι πετρελαϊκές εταιρίες. Στον Καναδά, οι μεταλλευτικές και πετρελαϊκές. Στην Ιαπωνία, εταιρίες τεχνολογίας, αυτοκινήτων, ασφαλιστικές.
Είναι φυσικό, και αναμενόμενο, οι μεγαλύτερες εταιρίες μιας χώρας να είναι αυτές που δρουν σε κλάδους στις οποίες η χώρα έχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Οι κλάδοι στους οποίους η Ελλάδα έχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα είναι η ποντοπόρος ναυτιλία και ο τουρισμός. Και τα ελληνικά προϊόντα τα οποία είναι ανταγωνιστικά και κυρίαρχα στις διεθνείς αγορές είναι το στραγγιστό γιαούρτι, η φέτα, το ελαιόλαδο, οι ελιές Καλαμών και το λευκό μάρμαρο.
Πού είναι οι εισηγμένες στο ΧΑ εταιρίες που δρουν στους κλάδους αυτούς και παράγουν αυτά τα προϊόντα; Και όχι, που είναι τώρα; Πού είναι εδώ και 30 χρόνια, όταν άρχισαν οι ελληνικές εταιρίες που αντλούν σοβαρά κεφάλαια από το ΧΑ;
Προ 20ετίας ρώτησα fund manager στο Λονδίνο γιατί δεν έχει τοποθετηθεί στο ΧΑ. Μου απάντησε:
«Οι δυνατοί σας κλάδοι είναι η ναυτιλία και ο τουρισμός. Εάν θέλω να επενδύσω στα ανταγωνιστικά σας πλεονεκτήματα, που είναι οι εισηγμένες μετοχές τουριστικών και ναυτιλιακών επιχειρήσεων στο ΧΑ; Δεν υπάρχουν. Δεν έχω κανένα ενδιαφέρον να διακινδυνεύσω τα χρήματα των πελατών σε εταιρίες που ελέγχει το Ελληνικό δημόσιο ή που στηρίζονται στις σχέσεις του επιχειρηματία με το κράτος».
Και είχε δίκιο. Σήμερα, δε, η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη. Η πραγματικά ανταγωνιστική ελληνική οικονομία λάμπει δια της απουσίας της από το ταμπλό του ΧΑ. Αυτή είναι η αλήθεια.
Οι fund managers που κάθονται στα ευρύχωρα γραφεία τους στο Mayfair και πληρώνονται βάσει αποδόσεων που επιτυγχάνουν και ρίσκου που αναλαμβάνουν, αυτό που βλέπουν όταν κοιτάζουν το ΧΑ είναι η διαπλοκή μεταξύ ελληνικού δημοσίου και οικονομίας. Βλέπουν ότι οι εταιρίες που είναι εισηγμένες και απολαμβάνουν πρόσβασης στο τραπεζικό σύστημα ανήκουν σε όσους έχουν πάρε δώσε με το «δοβλέτι». Και ψάχνουν με το κιάλι να βρουν ενδιαφέρουσες εταιρίες που δεν ανήκουν στην κατηγορία αυτή.
Βλέπουν ότι δεν υπάρχουν πραγματικά ανταγωνιστικές ελληνικές εταιρίες, που δραστηριοποιούνται σε κλάδους που η Ελλάδα, λέει ότι, έχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα εισηγμένες στο ΧΑ. Και αναρωτιούνται: ποιος ο λόγος γι’ αυτό; Πού είναι οι πρωταθλητές του ελληνικού τουρισμού και της ελληνικής ναυτιλίας; Γιατί δεν εισήγαγαν τις μετοχές τους στο ΧΑ;
Οι καναδικές εταιρίες εξόρυξης μεταλλευμάτων και υδρογονανθράκων, από τις πιο μικρές μέχρι τους κολοσσούς, είναι εισηγμένες στο TSX και νέες μεταλλευτικές εταιρίες από όλον τον κόσμο που θέλουν να αντλήσουν κεφάλαια για νέα ορυχεία και λατομεία στο Τορόντο πάνε, γιατί οι Καναδοί καταλαβαίνουν τον κλάδο όσο κανείς άλλος στον κόσμο. Εμείς που ελέγχουμε το 22% της παγκόσμιας ναυτιλίας γιατί δεν ελέγχουμε και την αγορά ιδίων κεφαλαίων του κλάδου της ναυτιλίας μέσω του ΧΑ;
Σας θυμίζω ότι το 2009, όταν είχε ξεσπάσει η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση και οι ναύλοι είχαν καταρρεύσει, οι Γερμανικές τράπεζες έκοψαν τη χρηματοδότηση στις Γερμανικές εφοπλιστικές εταιρίες, που ήταν μάλιστα εισηγμένες σχεδόν όλες στη Φρανκφούρτη, αλλά συνέχιζαν να δανείζουν στους Έλληνες εφοπλιστές χωρίς κανέναν δισταγμό. Και αυτό συνεχίστηκε και στα επόμενα χρόνια, όταν η Ελλάδα χρεοκόπησε.
Αυτό σημαίνει αξιοπιστία. Αξιοπιστία που δεν έχει το ελληνικό Δημόσιο. Είναι, ουσιαστικά, η μοναδική ανταγωνιστική πηγή μαζικού πλούτου που έχει η χώρα μας, η οποία όμως δεν απασχολεί, και δεν έχει απασχολήσει ποτέ, τους κυβερνώντες και δεν αποτέλεσε ποτέ πυλώνα ανάπτυξης για τη χώρα.
Γιατί; Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι ο λόγος είναι γιατί οι εταιρίες που ανήκουν στο οικοσύστημα της ποντοπόρου ναυτιλίας δεν εξαρτώνται με κανέναν τρόπο από το ελληνικό δημόσιο. Αποτέλεσμα; Παραγκωνισμός και αδιαφορία. Η δεύτερη αποτυχία μας είναι στον τομέα του τουρισμού. Ο κλάδος είναι κατακερματισμένος, δεν υπάρχουν πρωταθλητές (εκτός των αερομεταφορών), και δεν υπάρχει φαντασία στην επιχειρηματικότητα. Ποιος ή ποια είναι το «πρόσωπο» της ελληνικής τουριστικής επιχειρηματικότητας; Ποιο είναι το παράδειγμα, ο «πήχης» που φιλοδοξούν να ξεπεράσουν οι εταιρείες του κλάδου; Ποια εταιρία διακρίνεται για την εξωστρέφεια της και χρησιμοποιεί την ελληνική τουριστική αγορά σαν βατήρα για τη διεθνή ανάπτυξη της; Πέστε μου εσείς...
Και βέβαια, ίσως η σημαντικότερη τροχοπέδη στην εισροή ξένων κεφαλαίων στη χώρα μας είναι ότι τα ελληνικά προϊόντα που κάνουν θραύση στο εξωτερικό, «εκμεταλλευόμενα» μάλιστα την εθνική προέλευση τους («Ελληνικό ελαιόλαδο», «Ελληνικό γιαούρτι», «Ελιές Καλαμών», «Ελιές Χαλκιδικής», «Ελληνική φέτα», κλπ.) δεν αποτελούν επενδυτικά προϊόντα στο ΧΑ. Σκεφτείτε να μην υπήρχαν εταιρείες τεχνολογίας εισηγμένες στο χρηματιστήριο του Τελ Αβίβ. Ή πολυτελών καταναλωτικών αγαθών στα χρηματιστήρια του Μιλάνου και του Παρισιού. Ή αυτοκινητοβιομηχανιών στη Φρανκφούρτη.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει στο ΧΑ. Δεν υπάρχουν εταιρίες που παράγουν και εμπορεύονται τα πιο δημοφιλή και ανταγωνιστικά ελληνικά προϊόντα (με μια εξαίρεση). Και οι ξένοι fund managers που θέλουν να επενδύσουν στην ανταγωνιστική και παραγωγική Ελλάδα, δηλαδή σε αυτήν που αριστεύει παγκοσμίως, δε δύνανται. Και, μοιραία, απέχουν.
Γι αυτό, το Χρηματιστήριο Αθηνών θα εξακολουθεί να πλέει στη μετριότητα, να αφορά ελάχιστους και να μην αποτελεί αναπτυξιακό πυλώνα της ελληνικής οικονομίας. Με αποτέλεσμα, δυστυχώς, οι ελληνικές εταιρείες που θέλουν να αναπτυχθούν, να εξαρτώνται για τη χρηματοδότηση τους από τα κονδύλια που μοιράζει το δημόσιο. Και, με τον τρόπο αυτό, να διαιωνίζεται η κρατική ανάμειξη στην οικονομία.
* Ο Περικλής Φ. Κωνσταντινίδης είναι ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της Καναδικής επενδυτικής εταιρίας Syracuse Main, Inc. Έχει σπουδάσει οικονομικά (B.S., George Mason University) και χρηματοοικονομικά (M.S., University of Illinois at Urbana-Champaign, και Ph.D., University of Southern California)