Το 2024 ήταν ένα μεταβατικό έτος για το ελληνικό Χρηματιστήριο. Μετά από τέσσερα συνεχόμενα χρόνια ανόδου και ρεκόρ εταιρικής κερδοφορίας, πολλές εισηγμένες προχώρησαν σε αύξηση της ελεύθερης διασποράς τους, ενώ το ΤΧΣ ολοκλήρωσε τη θητεία του με τρεις πολύ απαιτητικές συναλλαγές στον τραπεζικό κλάδο.
Ανεξάρτητα από τις επιδόσεις του Γενικού Δείκτη, η παρακαταθήκη της χρονιάς είναι θετική, καθώς υλοποιήθηκαν μέσα από το ΧΑ επιχειρηματικές συμφωνίες με συναλλαγές δισεκατομμυρίων (Τερνα Ενεργειακή, Ε-Νet, Entersoft), παρατηρήθηκαν περιορισμένες αλλά σημαντικές νέες εισαγωγές εταιρειών (Ελ. Βενιζέλος, Τρ. Κύπρου) και αντλήθηκαν συνολικά κεφάλαια που προσέγγισαν μαζί με τις διαθέσεις ποσοστών των υφιστάμενων μετόχων τα 5 δισ. ευρώ.
Παράλληλα, το Χρηματιστήριο ξεκίνησε τη διαδικασία ένταξής του στις ανεπτυγμένες αγορές, μια κίνηση αναβάθμισης που αναζητά πρόσβαση σε ποιοτικότερα και υψηλότερου μεγέθους κεφάλαια. Τέλος, τα μερίσματα των εταιρειών ξεπέρασαν κάθε προσδοκία, φθάνοντας τα 4 δισ. ευρώ για πρώτη φορά μετά τη χρήση του 2007 και σε συνδυασμό με τη χαμηλή φορολογία τείνουν να εδραιωθούν ως τακτική ανταμοιβή των περισσότερων κερδοφόρων εταιρειών, αυξάνοντας τον βαθμό εμπιστοσύνης της Αγοράς απέναντι στις εισηγμένες, προσελκύοντας ποιοτικότερα και πιο μακροπρόθεσμα κεφάλαια. Πέρα από την αύξηση των συναλλαγών, το μεγάλο κέρδος του 2024 για το ελληνικό χρηματιστήριο ήταν η ενδυνάμωση της ικανότητας διάθεσης μετοχών.
Στον αντίποδα, το Χρηματιστήριο απέτυχε για μια ακόμα χρονιά να αυξήσει το εγχώριο ενδιαφέρον, οι ενεργοί κωδικοί παρουσιάζουν στασιμότητα και ο βαθμός αναγνωρισιμότητας του ΧΑ παραμένει χαμηλός. Η ροή νέων υποσχόμενων εταιρειών μικρού και μεσαίου μεγέθους δεν ενισχύθηκε παρά το περιβάλλον υψηλών επιτοκίων που θα ευνοούσε την άντληση φθηνών κεφαλαίων από την αγορά.
Ο πυρήνας της αγοράς έγινε ακόμα πιο τραπεζοκεντρικός, με την κεφαλαιοποίηση του κλάδου να έχει πλέον κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση των τάσεων και των συναλλαγών. Κλάδοι αιχμής της ελληνικής οικονομίας δεν εκπροσωπούνται πλέον επαρκώς (τρόφιμα, φαρμακευτικές, ναυτιλιακές, τουρισμός) με αποτέλεσμα το ενδιαφέρον από το εξωτερικό να μη βρίσκει την κατάλληλη ανταπόκριση.
Μετά από τέσσερα συνεχή χρόνια θετικών επιδόσεων και κερδοφορίας ρεκόρ, η συνέχεια δεν μπορεί να είναι η ίδια για όλες τις εισηγμένες, η διαφοροποίηση που παρατηρείται πλέον στην Αγορά είναι τέτοια που έχει κατηγοριοποιήσει τις εισηγμένες σε εταιρείες δύο ταχυτήτων. Το ενδιαφέρον αναμένεται να γίνει πιο επιλεκτικό και το μέγεθος μιας εταιρείας θα πρέπει να είναι ένας από τους προσδιοριστικούς παράγοντες της σύνθεσης του χαρτοφυλακίου.
Υπάρχουν καταλύτες που θα κρατήσουν ακμαίο το ενδιαφέρον πλην όμως δεν θα αφορούν το σύνολο των εταιρειών. Οι κυριότερες βασικές οικονομικές εξελίξεις στο εσωτερικό θα αφορούν: α) Την εκτέλεση ενός πλεονασματικού προϋπολογισμού με ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 2% β) Την επιτάχυνση βασικών έργων υποδομών ή οικιστικών αναπτύξεων γ) Την απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας από όλους τους αξιολογητές καθώς και την εξέταση της ένταξης του ΧΑ στις ανεπτυγμένες αγορές.
Στο διεθνές περιβάλλον, το ρίσκο θα παραμείνει αυξημένο, καθώς υπάρχουν εστίες κινδύνου που θα συνεχίσουν να αποτελούν φορείς αβεβαιότητας για τις αγορές: Ο γεωπολιτικός παράγοντας και η κλιμάκωση διακρατικών εντάσεων παραμένουν εν δυνάμει φορείς αύξησης του ρίσκου, ωστόσο οι αγορές δείχνουν να έχουν συμβιβαστεί με την επί μακρό διατήρηση τέτοιων αβεβαιοτήτων. Η μείωση των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες ως γεγονός τιμολογείται ήδη στις ομολογιακές αγορές με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε αστοχίες που συνδέονται με τον πληθωρισμό. Η αλλαγή σκυτάλης στην προεδρία των ΗΠΑ από τις αρχές Ιανουαρίου ενδέχεται να συνοδευτεί με επιβολή εισαγωγικών δασμών σηματοδοτώντας μια περίοδο αστάθειας στο διεθνές Εμπόριο.
Η Ευρώπη, τέλος, έχει μπροστά τις εκλογικές αναμετρήσεις στις κυριότερες οικονομίες της που θα επηρεάσουν το επενδυτικό ενδιαφέρον, βάζοντας ένα στοιχείο αναστολής, αρχικά μέχρι την ολοκλήρωση των διαδικασιών. Οι πολιτικές αλλαγές σε αυτές τις βασικές οικονομίες που αποτελούν τον πυρήνα της Ευρωζώνης θα μπορούσαν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομική πολιτική, τη δημοσιονομική ολοκλήρωση και τη σταθερότητα εντός της ΕΕ, επηρεάζοντας ενδεχομένως την εμπιστοσύνη των επενδυτών και τις διασυνοριακές ροές κεφαλαίων.
Για τις εισηγμένες εταιρείες στο Χρηματιστήριο, τέλος, η ωρίμανση επενδύσεων με λειτουργικό αποτύπωμα θα κάνει πιο διακριτές τις διαφορές των επιχειρήσεων ακόμα και σε εταιρείες του ίδιου κλάδου. Σε αυτό το σημείο ωρίμανσης των επενδυτικών τους πλάνων βρίσκονται ήδη ενεργειακοί όμιλοι (ΔΕΗ, Motor Oil, Metlen, ΔΕΗ, ΑΔΜΗΕ) καθώς και η ΓΕΚΤΕΡΝΑ, η Cenergy, η Titan, η Coca Cola και από τις εταιρείες της μεσαίας κεφαλαιοποίησης η Autohellas, Σαράντης, Κρι – Κρι και Ideal Holdings. Παράλληλα, τα υψηλά μερίσματα σε περιβάλλον μείωσης επιτοκίων των ΟΠΑΠ, Jumbo και των συστημικών Τραπεζών δημιουργούν μια ικανοποιητική ομάδα εταιρειών που μπορούν να αποτελέσουν το βασικό κορμό ενός «αναπτυξιακού χαρτοφυλακίου» με ικανοποιητικό βαθμός ανταμοιβής προς τους επενδυτές.
Η εκτίμηση για θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και το 2025 για την Ελληνική οικονομία αποτελεί μια παράμετρο που μπορεί να οδηγήσει τις εισηγμένες να ξεπεράσουν για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά τον εαυτό τους. Αυτή τη φορά, ωστόσο, οι διαφορές θα είναι πιο έντονες τόσο στους ισολογισμούς, όσο και στις αποδόσεις στο χρηματιστηριακό ταμπλό.