Δεν είναι δουλειά της κυβέρνησης να ανεβάζει το Χρηματιστήριο όπως νομίζουν αρκετοί, ανασύροντας μνήμες και συνήθειες από το «εξωτικό» 1999. Τότε που τα κυβερνητικά και κομματικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ έδιναν τιμές στόχους για δείκτες και μετοχές.
Αυτό που μπορεί να κάνει όμως μια κυβέρνηση είναι να δημιουργήσει το πλαίσιο που θα επιτρέψει στη χώρα να γίνει πιο φιλική προς τους επενδυτές. Και αυτό όχι για να προσελκύσει τα νέα κεφάλαια σαν αυτοσκοπό. Ούτε επειδή έχει «σώνει και καλά», μια εμμονή με τις επενδύσεις. Αλλά διότι τα κεφάλαια και οι επενδύσεις δημιουργούν νέες ή αναπτύσσουν υπάρχουσες επιχειρήσεις, δημιουργούν θέσεις απασχόλησης, μεταφέρουν τεχνογνωσία και παράγουν πλούτο που καταλήγει στους μετόχους, στο ευρύτερο επιχειρηματικό οικοσύστημα, στα νοικοκυριά, στα ασφαλιστικά ταμεία υπό τη μορφή ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών εισφορών και στα ταμεία του Δημοσίου υπό τη μορφή φορολογικών εσόδων.
Έτσι η κυβέρνηση από την πλευρά της θα κάνει αυτά που πρέπει, οι οίκοι αξιολόγησης θα μελετήσουν, θα ποσοτικοποιήσουν και θα αξιολογήσουν τα μέτρα που θα ληφθούν και τις πράξεις που θα εφαρμοστούν, και οι επενδυτές με τη σειρά τους αφού μελετήσουν τις εκθέσεις των αξιολογητών θα προβούν στις κινήσεις που οι ίδιοι θα σχεδιάσουν.
Ο πρώτος στόχος της κυβέρνησης είναι να φτάσει το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν στα 240 δισ. ευρώ. Αφορά αυτός ο στόχος το Χρηματιστήριο Αθηνών; Ασφαλώς και μάλιστα με δυο τρόπους.
Αφενός διότι η αύξηση του ΑΕΠ, διέρχεται μέσω της αύξησης του κύκλου εργασιών των μεγαλύτερων επιχειρήσεων που βρίσκονται εισηγμένες στο Χρηματιστήριο. Οπότε η αύξηση των μεγεθών μαγνητίζει τους επενδυτές. Και αφετέρου διότι η περαιτέρω αύξηση του ΑΕΠ, μειώνει την αναλογία του Δημοσίου Χρέους προς το ΑΕΠ, γεγονός που αναβαθμίζει την ευρύτερη οικονομική εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό. Διότι η αλήθεια είναι πως ο δείκτης Χρέος/ΑΕΠ όσο και αν αποκλιμακώνεται, παραμένει υψηλός.
Ταυτόχρονα ανάπτυξη χωρίς διόγκωση του τραπεζικού συστήματος δε νοείται, αφού οι περισσότερες επενδυτικές κινήσεις διέρχονται μέσω των τραπεζών. Και οι τράπεζες αποτελούν την καρδιά του Χρηματιστηρίου Αθηνών.
Ο δεύτερος στόχος της κυβέρνησης είναι να αυξηθεί το ύψος των επενδύσεων, ώστε να αναλογούν στο 22% του ΑΕΠ από 13% που είναι σήμερα. Αυτό σημαίνει πως οι επενδύσεις θα πρέπει να αυξηθούν σε απόλυτες τιμές κατά 15 δισ. ευρώ ετησίως. Αφορά αυτός ο στόχος το Χρηματιστήριο Αθηνών; Και βέβαια.
Διότι η επίτευξη αυτού του φιλόδοξου στόχου, προϋποθέτει την υπερκινητοποίηση των μηχανισμών των ΣΔΙΤ, των ΕΣΠΑ, της Αναπτυξιακής Τράπεζας, της Αναπτυξιακής Τράπεζας Επενδύσεων από την πλευρά του κράτους, αλλά και του χρηματιστηριακού, χρηματοπιστωτικού κλάδου και όλων των ιδιωτικών επενδυτικών φορέων. Οπότε το αποτέλεσμα θα είναι επικουρικό προς την πορεία του Χρηματιστηρίου.
Και ερχόμαστε τώρα στον τρίτο ποσοτικό στόχο της κυβέρνησης που είναι η αύξηση της φορολογητέας πίττας. Δηλαδή η αύξηση του φορολογητέου εισοδήματος στα επίπεδα των 110 δισ. ευρώ. Τι σημαίνει αυτό; Η επί πλέον ενσωμάτωση και άλλων εισοδημάτων στο φορολογικό σύστημα, έτσι ώστε το τελικό φορολογικό βάρος να κατανέμεται σε περισσότερους υπόχρεους. Έχει σχέση με το Χρηματιστήριο αυτός ο στόχος;
Ασφαλώς και έχει. Διότι η φορολόγηση των αόρατων προς το παρόν εισοδημάτων, θα οδηγήσει σε αύξηση των φορολογικών εσόδων, που με τη σειρά της θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση των φορολογικών συντελεστών, σε μείωση του ΦΠΑ και των επιβαρύνσεων της μισθωτής εργασίας.
Όπως βλέπουμε κάθε ποσοτικοποιημένος στόχος που τίθεται από την κυβέρνηση μετατρέπεται σε καύσιμη ύλη που είναι απολύτως χρήσιμη για την άνοδο του χρηματιστηρίου. Δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας, το γεγονός πως το σύνολο των μεταρρυθμίσεων και αλλαγών που προωθεί η κυβέρνηση στη δικαιοσύνη, στο κτηματολόγιο και στο δημόσιο, θα επιτρέπουν στους επενδυτές να βλέπουν με θετικότερα βλέμμα τη χώρα μας. Αφού οι επενδύσεις τους θα είναι ασφαλείς και προστατευμένες, οι διαδικασίες θα είναι συνοπτικές και γρήγορες και οι προσφυγές θα τακτοποιούνται σε μηδενικό χρόνο.