Το χρηματιστηριακό ράλι που ξεκίνησε πριν έναν μήνα έχει «τραπεζική σφραγίδα». Τα καλά αποτελέσματα των τραπεζών, η ανάκαμψη στις διεθνείς αγορές, οι αναβαθμίσεις από διεθνείς οίκους αξιολόγησης και η διατήρηση των επιτοκίων σε υψηλά επίπεδα είναι κάποιοι από τους λόγους που κάνουν τους επενδυτές πιο πρόθυμους να ακολουθήσουν τις πολύ υψηλές τιμές - στόχους των αναλυτών. Η χθεσινή διάσπαση των 1.500 μονάδων, αν και δεν κράτησε έως το κλείσιμο, δείχνει τις διαθέσεις της αγοράς.
Η δυναμική ανάκαμψη της ελληνικής αγοράς στα μέσα του Απριλίου ξάφνιασε αρκετούς επενδυτές οι οποίοι είχαν αποφασίσει να τηρήσουν επιφυλακτική στάση φοβούμενοι τυχόν αρνητικές εξελίξεις εντός και εκτός Ελλάδος. Απ’ ότι φαίνεται, οι φόβοι τους ήταν υπερβολικοί και πιθανότατα έχασαν μία καλή ευκαιρία να απολαύσουν την άνοδο της αξίας των χαρτοφυλακίων τους.
Χωρίς αμφιβολία, οδηγός στην ανοδική κίνηση που ξεκίνησε την 16η Απριλίου και συνεχίζεται μέχρι σήμερα είναι οι τραπεζικές μετοχές. Αυτό φαίνεται από την σαφή υπεραπόδοση του Τραπεζικού Δείκτη σε σχέση με τον Γενικό Δείκτη από τα χαμηλά που σημείωσαν το διήμερο 16 -17 Απριλίου μέχρι χθες.
Ενώ ο Γενικός Δείκτης έχει ανεβεί κατά 9,77%, ο Τραπεζικός έχει σημειώσει άνοδο 14,72%. Η διαφορά είναι πολύ καθαρή και δείχνει τον πολύ σημαντικό ρόλο που έχουν παίξει οι τραπεζικές μετοχές σε αυτή την ισχυρή χρηματιστηριακή άνοδο.
Σε τι οφείλεται όμως η προτίμηση που δείχνουν οι επενδυτές στις τράπεζες το τελευταίο διάστημα; Κατά την άποψή μας, ο βασικότερος λόγος είναι τα πολύ καλά οικονομικά αποτελέσματά τους και η πεποίθηση των επενδυτών πως αυτά θα έχουν συνέχεια και στα επόμενα τρίμηνα.
Οι ανακοινώσεις των αποτελεσμάτων του πρώτου τριμήνου του 2024 που ξεκίνησαν λίγο πριν το Πάσχα από την Τράπεζα Πειραιώς και την Εθνική Τράπεζα και ολοκληρώθηκαν προχθές με τις ανακοινώσεις της Alpha Bank και της Eurobank, έδειξαν πολύ καθαρά πως αυτό που έλεγαν αρκετοί παρατηρητές της αγοράς εδώ και μερικές εβδομάδες μάλλον επιβεβαιώνεται.
Τι έλεγαν; Πως οι προβλέψεις που έχουν κάνει οι διοικήσεις των τραπεζών για την κερδοφορία του 2024 πιθανότατα θα αποδειχθούν – για άλλη μία φορά τα τελευταία χρόνια – συντηρητικές. Όπως φαίνεται, οι χρηματιστηριακοί αναλυτές και σταδιακά οι επενδυτές έχουν αρχίσει να προετοιμάζονται για μία ακόμα ανοδική αναθεώρηση των εκτιμήσεων για τις οικονομικές επιδόσεις των ελληνικών τραπεζών. Μία πολύ εμπεριστατωμένη ανάλυση πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα μας έδωσε, την προηγούμενη Πέμπτη 16 Μαΐου, ο Νίκος Κωτσικόπουλος (Γιατί το 2024 μπορεί να είναι ισχυρή χρονιά για τις ελληνικές τράπεζες | Liberal.gr).
Όπως προείπαμε, οι καλές οικονομικές επιδόσεις των τραπεζών είναι ο βασικότερος λόγος για τον οποίον έχουν τραβήξει την προσοχή των επενδυτών. Δεν είναι όμως ο μόνος. Η ανάκαμψη των διεθνών αγορών, ειδικά των ευρωπαϊκών, έχει βοηθήσει τις ελληνικές μετοχές και φυσικά τις τράπεζες.
Από τα μέσα Απριλίου και μετά οι μετοχές των περισσότερων τραπεζών της Ευρωζώνης έχουν κινηθεί σαφώς ανοδικά. Η άνοδος των αποτιμήσεων των ευρωπαϊκών τραπεζών «ελευθερώνει» τους επενδυτές που λαμβάνουν υπόψη τους και τη σχέση των αποτιμήσεων μεταξύ αυτών και των ελληνικών. Όσο καλύτερα πηγαίνουν οι μετοχές των ευρωπαϊκών τόσο αυξάνεται και το ανοδικό περιθώριο των ελληνικών.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως όσο φθηνές και να είναι οι ελληνικές τράπεζες, πάντα συγκρίνονται με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές, ειδικά τα τελευταία χρόνια που έχει πλέον εκλείψει η ανησυχία για την κατάσταση της χώρας.
Μιλώντας για την κατάσταση της Ελλάδας, είχαμε επισημάνει και πριν από τρεις εβδομάδες (Το ράλι στο Χρηματιστήριο και οι καταλύτες για τις 1.500 μονάδες | Liberal.gr), πως η απόφαση του διεθνούς οίκου αξιολόγησης S&P Global να ανεβάσει τις προοπτικές του αξιόχρεου της χώρας από «ουδέτερες» σε «θετικές» έστειλε ένα πολύ θετικό μήνυμα στις αγορές, όπως και τα θετικά νέα για το πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού για το 2023.
Η ικανοποίηση των διεθνών επενδυτών για αυτές τις εξελίξεις δεν περιορίζεται στη μεγάλη ζήτηση για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα αλλά «διαχέεται» και στα ομόλογα και τις μετοχές των ελληνικών τραπεζών. Ακόμα πιο θετικό για τις τράπεζες ήταν το μήνυμα που έστειλε η Morningstar DBRS αξιολογώντας την Εθνική Τράπεζα με BBB (low).
Αυτή η αξιολόγηση ισοδυναμεί με την επενδυτική βαθμίδα και είναι η πρώτη για μία ελληνική τράπεζα μετά την έξοδο από την κρίση. Η αξιολόγηση αυτή μπορεί να έγινε για την Εθνική Τράπεζα αλλά οι επενδυτές ξέρουν πως αργά ή γρήγορα θα ακολουθήσει κάτι ανάλογο και για τις άλλες τρεις συστημικές.
Κάτι άλλο που σίγουρα έχει βοηθήσει τις τραπεζικές μετοχές είναι η καθυστέρηση στην έναρξη της διαδικασίας μείωσης των επιτοκίων αναφοράς από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αυτό μπορεί να προκαλεί την γκρίνια των επιχειρήσεων και των πολιτών που βλέπουν το κόστος εξυπηρέτησης του δανεισμού τους να παραμένει υψηλό αλλά για τις τράπεζες σημαίνει πως η αναμενόμενη πίεση στα περιθώρια κέδρους τους θα έρθει αργότερα απ’ ότι πιστεύαμε μέχρι πρότινος.
Εδώ και καιρό, οι στόχοι που δίνουν οι χρηματιστηριακοί αναλυτές για τις μετοχές των τεσσάρων μεγάλων ελληνικών τραπεζών είναι αρκετά πιο πάνω από τις τιμές τους. Αυτό βέβαια δεν είναι κάτι πολύ σπάνιο αλλά στην περίπτωση των τραπεζών οι διαφορές είναι πολύ σημαντικές και σε μερικές περιπτώσεις οι μέγιστες τιμές στόχου απέχουν 40% ή και 50% από τα επίπεδα που βρίσκονται τώρα οι μετοχές.
Έχουμε την εντύπωση πως από τα μέσα Απριλίου και μετά οι επενδυτές έχουν αρχίσει να συνειδητοποιούν πως οι εκτιμήσεις των αναλυτών μπορεί να ακούγονται πολύ αισιόδοξες αλλά βασίζονται σε πραγματικά στοιχεία και δεν αποτελούν «ευσεβείς πόθους».
Καθώς τα οικονομικά αποτελέσματα και των τεσσάρων μεγάλων τραπεζών κινήθηκαν στα ίδια θετικά πλαίσια και με το διεθνές χρηματιστηριακό περιβάλλον εξακολουθήσει να παραμένει υποστηρικτικό, τότε δεν θα πρέπει να εκπλαγούμε αν σταδιακά οι μετοχές των τραπεζών αρχίζουν να πλησιάζουν προς τους στόχους των αναλυτών που σε πολλούς επενδυτές τώρα φαίνονται δύσκολα πραγματοποιήσιμοι.
Ας μην ξεχνάμε πως εδώ και λίγα χρόνια οι ελληνικές τραπεζικές μετοχές βρίσκονται σε ένα δυνατό bull market και, όπως γίνεται πάντα στις δυνατές ανοδικές αγορές, οι υψηλοί στόχοι πολύ συχνά ξεπερνιούνται χωρίς καλά καλά να το πάρουμε χαμπάρι.