Μήπως είναι πρόωρος ο ενθουσιασμός από τη μελλοντική αναβάθμιση;
shutterstock
shutterstock
Χρηματιστήριο Αθηνών

Μήπως είναι πρόωρος ο ενθουσιασμός από τη μελλοντική αναβάθμιση;

Διάχυτοι τόνοι υπεραισιοδοξίας, κατέκλυσαν την περασμένη εβδομάδα το Χρηματιστήριο Αθηνών, μετά από την απόφαση του οίκου αξιολόγησης FTSE Russell για την ένταξη του Χ.Α. στη λίστα παρακολούθησης (watchlist) που πιθανά θα οδηγήσει στην επάνοδο της Ελλάδας, στην κατηγορία των ανεπτυγμένων (developed) αγορών από την κατηγορία των προηγμένων αναδυόμενων (advanced emerging) αγορών. 
 
Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι η χρηματιστηριακή αγορά που γνωρίζει καλύτερα τα πράγματα, ανταποκρίθηκε με πολύ πιο ήπιο τρόπο από το πολιτικό προσωπικό της χώρας, που επιζητά διαρκώς επιβεβαίωση και δικαίωση των προσπαθειών του. Έτσι εάν κάποιος έμενε στις ανακοινώσεις των πολιτικών και μόνο, θα ανέμενε μια εκτίναξη του Γενικού Δείκτη, η οποία φυσικά και δεν ήρθε. Διότι οι επενδυτές γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα, ότι στις αγορές μετράνε λίγο τα λόγια και πολύ περισσότερα οι πράξεις. Και οι πράξεις έχουν δυο παράγοντες. Τον χρόνο και το χρήμα. 
 
Τι δείχνουν λοιπόν αυτοί οι δυο παράγοντες, που ουσιαστικά κινούν τις αγορές; Ας δούμε τον παράγοντα χρόνο. Πόσο κοντά είναι η κατάταξη του Χρηματιστηρίου Αθηνών στις αναπτυγμένες αγορές; 
 
Η Ελλάδα μπαίνει στη watch list για 12 με 18 μήνες, με στόχο τη μελλοντική αναβάθμισή της στις ανεπτυγμένες (developed) αγορές από τις αναδυόμενες (emerging) που βρίσκεται σήμερα. Τον Μάρτιο του 2025 είναι προγραμματισμένο το update σχετικά με την κατάσταση (status) της watch list της Ελλάδας, το οποίο θα παρέχεται ως μέρος της ενδιάμεσης ενημέρωσης του FTSE. Δηλαδή το πιθανότερο είναι ότι εάν επιτευχθεί η είσοδος του Χρηματιστηρίου στα μεγάλα επενδυτικά σαλόνια, αυτή θα ολοκληρωθεί το συντομότερο μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2026.  
 
Καθοριστικός παράγοντας για την απόφαση του FTSE Russell είναι να αποκτήσει η Ελλάδα το “investment grade” δηλαδή την επενδυτική βαθμίδα από τη Moody’s που παράλληλα δε θα συνοδεύεται από ένα “negative outlook”, δηλαδή από αρνητικές προοπτικές. Απαιτείται δηλαδή  “positive” ή “stable outlook”, δηλαδή θετικές ή σταθερές προοπτικές.   
 
Παράλληλα καθ’ όλη τη χρονική διάρκεια της ένταξης του Χρηματιστηρίου Αθηνών, θα πρέπει να διατηρηθούν και τα υπόλοιπα υψηλά χαρακτηριστικά αξιολόγησης, εκ των οποίων άλλα είναι ποσοτικά και άλλα ποιοτικά.   
 
Για να καταλάβουμε καλύτερα τη σημασία της ένταξης αυτής για την Ελλάδα, αρκεί να θυμηθούμε ότι η χώρα μας βρίσκεται στις προηγμένες αναδυόμενες (advanced emerging) αγορές του FTSE Russell από τον Μάρτιο του 2016 και στις προηγμένες αναδυόμενες (advanced emerging) του MSCI από το Νοέμβριο του 2013. 
 
Επομένως, όσον αφορά τον παράγοντα χρόνο, είναι φανερό ότι μεσολαβεί ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι να δοθεί από τον FTSE Russell το πράσινο φως, για να ενταχθεί η Ελλάδα στην κατηγορία των αναπτυγμένων αγορών και να αρχίσουν να εμφανίζονται οι πρώτοι θεσμικοί επενδυτές από την παγκόσμια επενδυτική κοινότητα, ως αγοραστές. Είναι δηλαδή πρόωρο να τοποθετηθεί κάποιος από τώρα στο Χρηματιστήριο Αθηνών με την προοπτική της αναβάθμισης σε 2 έτη. 
 
Πάμε να δούμε τον δεύτερο παράγοντα που είναι το χρήμα. Δηλαδή τα κεφάλαια που θα εισρεύσουν το Χρηματιστήριο Αθηνών, με την ένταξη της Ελλάδας στις αναπτυγμένες αγορές. Ως γνωστόν στο εξωτερικό υπάρχουν συγκεκριμένες κατηγορίες θεσμικών επενδυτών των οποίων τα κεφάλαια διοχετεύονται με αποκλειστικό κριτήριο, τη διαβάθμιση των χρηματιστηρίων.

Υπάρχουν θεσμικοί επενδυτές που επενδύουν στις “developed markets” όπως είναι η Αυστραλία, οι ΗΠΑ, η Γαλλία το Ηνωμένο Βασίλειο και άλλες 21 χώρες. Υπάρχουν επενδυτές που επενδύουν στις “advanced emerging markets” όπως είναι η Ελλάδα, το Μεξικό, η Τσεχία, η Τουρκία και άλλες 7 χώρες.  Υπάρχουν θεσμικοί επενδυτές που επενδύουν στις “secondary emerging markets” όπως είναι η Κίνα, η Ινδία, η Σαουδική Αραβία, η Ρουμανία και άλλες 9 χώρες. Και τέλος Υπάρχουν θεσμικοί επενδυτές που επενδύουν στις “frontier markets” όπως είναι η Κύπρος, η Κροατία, το Πακιστάν, η Τυνησία και άλλες 26 χώρες. 
 
Όταν λοιπόν ένα Χρηματιστήριο και μια χώρα, αλλάζει κατηγορία, τότε αποχωρούν οι θεσμικοί επενδυτές της προηγούμενης κατηγορίας και εισέρχονται οι θεσμικοί επενδυτές που επενδύουν αποκλειστικά στη νέα κατηγορία. Δηλαδή στην περίπτωση μας, θα αποχωρήσουν από το Χρηματιστήριο Αθηνών τα funds που επενδύουν στις  προηγμένες αναδυόμενες (advanced emerging) αγορές και θα εμφανιστούν ως αγοραστές τα funds που επενδύουν  στην κατηγορία των ανεπτυγμένων (developed) αγορών. 
 
Τι σημαίνει αυτή η είσοδος και έξοδος θεσμικών επενδυτών στο Χρηματιστήριο Αθηνών; Ότι θα υπάρξουν μαζικές εκροές και εισροές και ότι το τελικό ισοζύγιο θα δείξει και την κατεύθυνση που θα πάρει το Χρηματιστήριο.  Η διεθνής ιστορία έχει δείξει ότι το πιθανότερο αποτέλεσμα, είναι πως η πορεία προς την επίσημη μετάταξη του Χρηματιστηρίου Αθηνών  στις ανεπτυγμένες αγορές θα είναι θετική για τις τιμές των μετοχών. 
 
Αυτό δικαιολογείται από το γεγονός ότι τα κεφάλαια που διαχειρίζονται τα funds των αναπτυγμένων αγορών είναι πολλαπλάσια των αντίστοιχων funds που επενδύουν στις αναπτυσσόμενες αγορές. Ωστόσο, στους υπολογισμούς αυτούς υπεισέρχεται και η στάθμιση που θα έχει η χώρα μας, στο σύνολο των αναπτυγμένων χωρών, σε σχέση με τη στάθμιση που είχε στην προηγούμενη χαμηλότερη κατηγορία.  
 
Τι θέλουμε να πούμε; Ότι κάθε προσπάθεια υπολογισμού των εισροών που θα προκύψουν και το τελικό ισοζύγιο που θα υπάρξει, είναι πρόωρη, άκαιρη και επισφαλής. 
 
Επομένως, προς το παρόν από την ανακοίνωση του FETSE Russell σχετικά με την είσοδο της Ελλάδας  στη λίστα παρακολούθησης για πιθανή αναβάθμιση από το καθεστώς «προηγμένης αναδυόμενης» σε «αναπτυγμένη αγορά», κρατάμε το θετικό αντίκτυπο που έχει η οικονομική πορεία της Ελλάδας στο μικροσκόπιο των  οίκων αξιολόγησης και των θερμικών επενδυτών. Και μένει να υπολογίσουμε με επιφυλακτικότητα τις υπόλοιπες δυνητικές θετικές επιπτώσεις από την αναβάθμιση αυτή. 
 
Η παρούσα εικόνα του Χρηματιστηρίου παραμένει προβληματική. Με τις διεθνείς αγορές να καταγράφουν νέες υψηλές κορυφές, η Αθήνα εξακολουθεί να εμφανίζει ένα αρνητικό ισοζύγιο όσον αφορά τις κινήσεις των ξένων επενδυτών που παραμένουν πωλητές.

Ταυτόχρονα μόλις μια εβδoμάδα μετά από το επιτυχές placement της Εθνικής Τράπεζας και την υπερκάλυψη κατά 10 φορές της προσφοράς τίτλων, η μετοχή της Εθνικής Τράπεζας διαπραγματεύεται στα 7,45 ευρώ, χαμηλότερα από τα 7,55 ευρώ που ήταν η τιμή του placement. Που πήγαν άραγε όλοι αυτοί οι επενδυτές που συνωστίζονταν στη λίστα της Εθνικής Τράπεζας;  Και αυτό δεν είναι κάτι για το οποίο ευθύνεται η Εθνική Τράπεζα ή το ΤΧΣ που διεκπεραίωσαν με απόλυτη επιτυχία το σχετικό εγχείρημα της αποεπένδυσης. Αλλά το γενικότερο κλίμα, που δεν είναι και το καλύτερο δυνατόν.