Αφού ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών κατάφερε να κρατηθεί πάνω από το ψυχολογικό όριο των 1.400 μονάδων, πάνω στο οποίο βρέθηκε τις τελευταίες μέρες του Ιουνίου, ήταν λογικό να δοκιμάσει μία ανοδική κίνηση. Η ευκαιρία γι’ αυτό δόθηκε αμέσως μετά τον πρώτο γύρο των γαλλικών εκλογών, καθώς δεν επαληθεύθηκαν οι πιο απαισιόδοξες εκτιμήσεις. Σε σχετικό συντονισμό με τις ευρωπαϊκές χρηματιστηριακές αγορές, κινήθηκε ανοδικά αμέσως μετά τον πρώτο γύρο των γαλλικών εκλογών αλλά στη συνέχεια συνέχισε να κινείται θετικά ακόμα και όταν η γαλλική και η γερμανική αγορά άρχισαν να υποχωρούν.
Πέρα από το γεγονός πως οι περισσότερες σημαντικές μετοχές του Χ.Α. είναι μάλλον συντηρητικά αποτιμημένες, σύμφωνα τουλάχιστον με την πλειοψηφία των χρηματιστηριακών αναλυτών, είναι βέβαιο πως η αγορά μας δέχθηκε μία σημαντική βοήθεια από τους δύο μεγάλους διεθνείς οίκους αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.
Μέσα σε λιγότερο από δύο εβδομάδες, ο Moody’s και ο S&P αναβάθμισαν και τις τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες (για την ακρίβεια ο Moody’s είχε ξεκινήσει με την αναβάθμιση της Eurobank μερικές εβδομάδες νωρίτερα). Μετά από την ολοκλήρωση αυτού του γύρου αναβαθμίσεων, ο οίκος Moody’s κατατάσσει την Eurobank και την Εθνική Τράπεζα να βρίσκονται ένα σκαλί παραπάνω από την επενδυτική βαθμίδα και την Alpha Bank με την Τράπεζα Πειραιώς ακριβώς πάνω σε αυτήν.
Ο οίκος S%P δεν έχει δώσει ακόμα την επενδυτική βαθμίδα στις τέσσερις τράπεζες, καθώς κατατάσσει την Εθνική Τράπεζα και την Eurobank ένα σκαλί κάτω από αυτήν και την Τράπεζα Πειραιώς με την Alpha Bank δύο σκαλιά πιο κάτω. Η διαφορά στις αξιολογήσεις των δύο οίκων δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην κάτι και μάλλον έχει περισσότερο σχέση με τη μεθοδολογία που ακολουθεί οι αναλυτές που ασχολούνται με τις αξιολογήσεις. Ενδεικτικό αυτής της άποψης είναι το γεγονός πως ο Moody’s που έδωσε την επενδυτική βαθμίδα στις τράπεζες δεν την έχει δώσει ακόμα στο ελληνικό δημόσιο το οποίο κατατάσσει ένα σκαλί κάτω από αυτήν ενώ ο S&P που δεν την έδωσε στις τράπεζες την έχει ήδη δώσει στο ελληνικό δημόσιο.
Ανεξάρτητα πάντως από αυτές τις «παραξενιές» η ουσία βρίσκεται στο εξής: οι μεγάλοι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας αντιμετωπίζουν τις ελληνικές συστημικές τράπεζες και το ελληνικό δημόσιο ως αξιόχρεες οντότητες. Καθώς θα συνεχίζονται οι εξαιρετικές οικονομικές επιδόσεις των τραπεζών, είναι μάλλον θέμα χρόνου η περαιτέρω αναβάθμισή τους από τους συγκεκριμένους οίκους.
Ο κύκλος αναβαθμίσεων του Ιουνίου και του Ιουλίου υπενθύμισε στους επενδυτές πως οι τράπεζες βρίσκονται σε πολύ καλή κατάσταση και πιθανότατα τους έκανε να συνειδητοποιήσουν πως δεν υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος για να πουλάνε τις μετοχές τους, ακόμα και όταν άλλες ευρωπαϊκές χώρες αντιμετωπίζουν προβλήματα.
Σε συνδυασμό με το γεγονός πως οι τιμές στόχοι για τις μετοχές των τραπεζών βρίσκονται σε αρκετά υψηλότερα από τα τωρινά επίπεδα τιμών για την πλειοψηφία των χρηματιστηριακών αναλυτών, οι αναβαθμίσεις αυτές είναι βέβαιο πως έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην επανεμφάνιση των αγοραστών.
Εκτός από τη βοήθεια που πήραν από τις αναβαθμίσεις οι τραπεζικές μετοχές, είναι βέβαιο πως η επιβεβαίωση «με τη βούλα των διεθνών οίκων αξιολόγησης» της καλής κατάστασης στην οποία βρίσκεται το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, έκανε καλό σε όλο το χρηματιστήριο. Όσο πιο υγιές είναι ένα τραπεζικό σύστημα μίας χώρας τόσο πιο άνετα νοιώθουν οι επενδυτές που έχουν βάλει τα χρήματά τους στο χρηματιστήριό της. Μιλώντας όμως για αναβαθμίσεις, τις τελευταίες μέρες είχαμε και αναβαθμίσεις στις τιμές στόχους για αρκετές μετοχές εταιρειών πέρα από τον τραπεζικό τομέα.
Το πιο πρόσφατο παράδειγμα θετικής έκθεσης είναι αυτό της ΓΕΚΤΕΡΝΑ, με τους αναλυτές της Axia Research να ανεβάζουν τον στόχο για τη μετοχή της προς τα 27,40 Ευρώ, στον απόηχο των ανακοινώσεων για τη συμφωνία πώλησης της ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή στη Masdar από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Ελάχιστες μέρες πιο πριν είχαμε τους αναλυτές της αμερικανικής JPMorgan να θέτουν στόχο τα 17,3 Ευρώ για τη μετοχή του ΟΤΕ και αυτούς της NBG Securities να τον θέτουν ακόμα ψηλότερα, στα 20 Ευρώ. Δύο εβδομάδες νωρίτερα είδαμε τους αναλυτές της Eurobank Equities να ανεβάζουν τον στόχο τους για τη μετοχή της Aegean Airlines στα 17,8 Ευρώ και αυτόν για τη μετοχή της Helleniq Energy στα 9,70 Ευρώ.
Χαρακτηριστικό αυτών των εκθέσεων είναι πως οι τιμές που θέτουν οι αναλυτές ως στόχο με βάση τη μελέτη των θεμελιωδών στοιχείων των επιχειρήσεων, βρίσκονται πολύ πιο ψηλά από τις τωρινές τιμές των μετοχών τους. Αυτό ισχύει και για πολλές άλλες περιπτώσεις εισηγμένων εταιρειών. Όλα αυτά δείχνουν πως οι βασικές ελληνικές μετοχές είναι αρκετά υποτιμημένες σχετικά με την αξία που της δίνουν οι ειδικοί χρηματιστηριακοί αναλυτές. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά πως οι μετοχές θα πρέπει οπωσδήποτε να φτάσουν γρήγορα σε αυτές τις τιμές. Το πότε θα γίνει αυτό, και φυσικά το αν θα γίνει, εξαρτάται και από το γενικότερο κλίμα στο ελληνικό και τα διεθνή χρηματιστήρια.
Εξαρτάται επίσης και από το αν οι επενδυτές στο ελληνικό χρηματιστήριο θα αποφασίσουν φέτος να κινηθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα στον ρυθμό των διακοπών. Αναφερόμαστε σε αυτό γιατί σε κάποιες από τις πιο πρόσφατες συνεδριάσεις του Χρηματιστηρίου Αθηνών ήταν εμφανές πως αρκετοί επενδυτές ήταν μάλλον απενεργοποιημένοι.
Αν αποφύγουμε κάποια διεθνή χρηματιστηριακή αναστάτωση, είναι λογικό να υποθέσουμε πως το ελληνικό χρηματιστήριο θα προσπαθήσει να κινηθεί περαιτέρω ανοδικά και, αν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές, να κινηθεί και πάλι προς τις 1.500 μονάδες τις οποίες επισκέφθηκε για λίγες μέρες στα μέσα του Μαΐου. Η αναγνωριστική αυτή κίνηση ακολουθήθηκε από μία περίοδο διόρθωσης των τιμών, σε συνδυασμό και με την αναστάτωση που έφεραν οι ευρωεκλογές και, κυρίως, οι πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία.
Η στήριξη που έδωσαν στο χρηματιστήριο οι αναβαθμίσεις των τραπεζών από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και οι νέοι υψηλότεροι στόχοι για τις τιμές των μετοχών πολλών εταιρειών, έδωσε στον Γενικό Δείκτη την απαραίτητη ώθηση για να ξεπεράσει την πρώτη αντίσταση των 1.435 περίπου μονάδων. Το αν θα δοκιμάσει να κινηθεί και ψηλότερα δεν είναι εύκολο να το πούμε, ειδικά τώρα που η συναλλακτική δραστηριότητα είναι αρκετά πεσμένη.
Αυτό που μπορούμε να πούμε είναι πως τα θεμελιώδη στοιχεία της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς μπορούν να στηρίξουν υψηλότερες αποτιμήσεις, πάνω και από τις 1.500 μονάδες. Αν οι ξένες αγορές δεν μας βάλουν κάποια τρικλοποδιά, δεν θα εκπλαγούμε αν τις δούμε μπροστά μας μέσα στις επόμενες εβδομάδες.