Όποια υστέρηση είχε παρουσιάσει το Χρηματιστήριο Αθηνών κατά τη διάρκεια του τελευταίου τριμήνου του 2023, την ξεπερνά με το παραπάνω σήμερα. Με το άρμα της ανόδου να το σέρνουν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες. Ποιοι είναι οι νέοι υψηλότεροι στόχοι;
Με το ειδικό βάρος του τραπεζικού κλάδου να καλύπτει το 25% του Γενικού Δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών, είναι απολύτως λογικό οι τέσσερις τράπεζες να δημιουργούν και να συντηρούν το νέο ανοδικό κύμα που εμφανίστηκε στις αρχές του 2024. Αποδεικνύοντας ότι το +65% που είχε καταγράψει ο τραπεζικός δείκτης μέσα στο 2023, δεν ήταν επαρκές για να δώσει την αποτίμηση που αξίζουν οι τράπεζες.
Έτσι το ράλι συνεχίζεται, με τις νέες τιμές-στόχους που θέτουν οι χρηματιστηριακοί αναλυτές και οι επενδυτικοί οίκοι, ολοένα και να απομακρύνονται από τα σημερινά επίπεδα τιμών. Με αποτέλεσμα όσοι εκτιμούσαν ότι οι τραπεζικές μετοχές ήταν ακριβές, να αναθεωρούν τις εκτιμήσεις τους και να επανασχεδιάζουν τα επενδυτικά τους πλάνα.
Στο επιχείρημα ότι η εκτίναξη των καθαρών εσόδων των τραπεζών κατά 50% μέσα στο 2023, δεν πρόκειται να επαναληφθεί λόγω της μείωσης των επιτοκίων μέσα στο τρέχον έτος, οι αγοραστές απαντούν με το ποσοστό του +7% της προβλεπόμενης πιστωτικής ανάπτυξης μέσα στο 2024.
Στο επιχείρημα ότι το Ρ/Ε (η τιμή της μετοχής προς τα κέρδη) των τραπεζών είναι «ακριβό» στο 5, και ότι το P/BV (η τιμή της μετοχής προς τη λογιστική της αξία) είναι «υψηλό» στο 0,6 οι αγοραστές απαντούν ότι το μέσο Ρ/Ε των 26 τραπεζικών μετοχών του MSCI Europe Banks Index βρίσκεται στο 6,5 και το μέσο P/BV βρίσκεται στο 0,61.
Στο επιχείρημα ότι η ευρωπαϊκή συγκυρία δεν είναι ευνοϊκή για επενδύσεις και χρηματοδοτήσεις, οι αγοραστές απαντούν ότι η ελληνική οικονομία μεγεθύνεται με ρυθμούς διπλάσιους από τους ευρωπαϊκούς και ότι οι πόροι από το Ταμείο Ανάκαμψης κινητοποιούν εκ των πραγμάτων νέες τραπεζικές χρηματοδοτήσεις.
Οι αγοραστές συνυπολογίζουν στις νέες ενθουσιώδεις εκτιμήσεις τους, τη μετάλλαξη των τραπεζών με την κεφαλαιακή τους θωράκιση, τη ραγδαία μείωση των προβληματικών δανείων που διατηρούν στα χαρτοφυλάκια τους, τον εξορθολογισμό των λειτουργικών εξόδων των τραπεζών και καθώς και την «εν εξελίξει» αποχώρηση του ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας από το μετοχικό τους κεφάλαιο, που οδηγεί στην πλήρη ιδιωτικοποίηση τους.
Οι αγοραστές συνυπολογίζουν και τη διανομή μερισμάτων από τα τραπεζικά κέρδη μετά από τουλάχιστον μια 10ετία, καθώς και τη δυνατότητα των ιδιωτικών πλέον τραπεζών να προβούν σε επαναγορά ιδίων μετοχών. Γεγονός που θα προσφέρει κέρδη και υπεραξίες στους μετόχους.
Το 2023 είχε κλείσει με την JPMorgan να δίνει τιμές-στόχους για τη μετοχή της Eurobank τα 2,6 ευρώ, της Εθνικής Τράπεζας τα 8,4 ευρώ, της Alpha Bank τα 2,5 ευρώ και της Τράπεζας Πειραιώς τα 5 ευρώ.
Η Eurobank Equities έδωσε πρόσφατα τιμές-στόχους για την Εθνική Τράπεζα τα 8,25 ευρώ, για την Alpha Bank τα 2,23 ευρώ και για την Τράπεζα Πειραιώς τα 4,66 ευρώ. Φυσικά, δεν μπορούσε για δεοντολογικούς λόγους να θέσει τιμή-στόχο για τη μετοχή της Eurobank.
H Euroxx Χρηματιστηριακή με τη δική της σειρά έθεσε νέες τιμές-στόχους για τη μετοχή της Eurobank τα 2,50 ευρώ, της Εθνικής Τράπεζας τα 9,40 ευρώ, της Alpha Bank τα 2,40 ευρώ και για τηn Τράπεζα Πειραιώς τα 5,30 ευρώ.
Τέλος, η Jefferies Financial Group, έθεσε χθες τους δικούς της στόχους μέσα από μια ανάλυση ιδιαίτερα θετική για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Για τη μετοχή της Eurobank έδωσε τα 2,25 ευρώ από 1,70 προηγουμένως, για τη μετοχή της Εθνικής Τράπεζας τα 8,80 από 7,40 ευρώ, για την Alpha Bank τα 2,25 από 1,10 ευρώ προηγουμένως και για την Τράπεζα Πειραιώς τα 4,45 ευρώ από 3,10 που είχε θέσει σε προηγούμενη ανάλυση της.
Δύο σημειώσεις για το τέλος:
1. Δεν έχουν κάνει την εμφάνιση τους ακόμα στο ταμπλό, οι μεγάλοι επενδυτικοί οίκοι του εξωτερικού που έχουν λάβει το πράσινο φως από τη σφραγίδα της «επενδυτικής βαθμίδας».
2. Οι επόμενοι στόχοι για το Γενικό Δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών είναι οι 1351 μονάδες, που ήταν το υψηλό του 2023 και το επίπεδο των 1391 μονάδων, που παραμένει το υψηλό δεκαετίας από το 2014 μέχρι σήμερα.