Δυο φορές, μια τον Σεπτέμβρη και μια την περασμένη Παρασκευή, ο συνήγορος του Γ. Λαγού, Κώστας Πλεύρης σήκωσε το χέρι του και χαιρέτισε ναζιστικά, μέσα στην αίθουσα του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, όπου διεξάγεται η δίκης της Χρυσής Αυγής. Η χειρονομία επαναλήφθηκε μπροστά στις ίδιους δικαστές, στην Πρόεδρο και στην Εισαγγελέα.
Από το ρεπορτάζ μάθαμε τι είπε η Μάγδα Φύσσα, αλλά δεν υπήρξε καμιά πληροφορία για την αντίδραση των δικαστών. Εικάζουμε πως αν είχαν αντιδράσει θα το μαθαίναμε και ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών δεν θα είχε λόγο να στείλει επιστολή στην πρόεδρο του Δικαστηρίου, ζητώντας να προβεί «σύμφωνα με το νόμο και εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων τους, στις προβλεπόμενες ενέργειες για την αντιμετώπιση τέτοιων συμπεριφορών, που εκδηλώνονται κατά τη διάρκεια της δίκης».
Προφανώς, υπάρχει νόμος, που ο κ. Πλεύρης «παραβίασε» και οι δικαστές που βρίσκονταν στην έδρα ή δεν κατάλαβαν ή έκαναν ότι δεν κατάλαβαν. Οι δυο εκδοχές είναι εξίσου κακές. Ειδικά η δεύτερη είναι τραγική, αν δεχθούμε ότι η Ακροδεξιά σε όλες τις εκφάνσεις της, εχθρεύεται τις αρχές που καλείται να προστατεύσει η δικαιοσύνη και οι δικαστές.
Ό,τι λοιπόν δίνει χώρο και οξυγόνο στους θιασώτες και τους υπηρέτες της ακροδεξιάς -όπως είναι διαχρονικά ο Κ. Πλεύρης -λειτουργεί υπονομευτικά στις δημοκρατικές αρχές. Επομένως, δεν είναι μια παράλειψη ήσσονος σημασίας η μη αντίδραση των δικαστών στο ναζιστικό χαιρετισμό του συνηγόρου του Γιάννη Λαγού και η διάχυση της εντύπωσης περί ανοχής και αποδοχής.
Η πρώτη που πρέπει να πολεμήσει αυτές τις εντυπώσεις είναι η κυβέρνηση της ΝΔ. Έστω κι αν πρέπει να θυμίζει συνεχώς ποια πολιτική δύναμη καθόρισε το πλαίσιο και τις συνθήκες βάσει των οποίων εξαρθρώθηκε η εγκληματική οργάνωση της Χ.Α καθώς και ποιοι ήταν αυτοί που συμπορεύτηκαν μαζί της.
Η Ακροδεξιά, χωρίς καμιά αμφιβολία, έχει λειτουργήσει στη χώρα μας ως «φυσικός» σύμμαχος της Αριστεράς στη μάχη κατά της κανονικότητας, με κοινό πολιτικό στόχο, τη διάσπαση του πολιτικού και κοινωνικού μετώπου, που παραδοσιακά αναπτύσσονταν στο κέντρο.
Πριν από το 2015, αλλά και κατά τη διάρκεια της διακυβέρνηση της χώρας από τους Τσίπρα – Καμμένου, οι δυνάμεις της ακροδεξιάς εντός και εκτός του κοινοβουλίου εντάχθηκαν στην στρατηγική των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, δηλαδή της συρρίκνωσης της εκλογικής επιρροής της Ν.Δ και τη διασπορά της κοινωνικής πλειοψηφίας στα άκρα του πολιτικού φάσματος.
Η ίδια στρατηγική διαφαίνεται στον ορίζοντα και σήμερα.
Η κυβερνώσα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ ξιφουλκεί κατά της ανόδου της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη, αλλά ενδόμυχα την αποζητάει στο εσωτερικό της χώρας, εκτιμώντας ότι έτσι θα κοπούν κρίσιμες εκλογικές μονάδες από τη Νέα Δημοκρατία.
Συνεργεί στην ενδυνάμωση των ακροδεξιών δυνάμεων, με το να υποστηρίζει θέσεις και απόψεις που κινούνται σαφώς εκτός του κοινωνικού κλίματος π.χ στο μεταναστευτικό, στα ελληνοτουρκικά κ.λ.π. Γνωρίζουν ότι χάνουν εκλογικό κοινό, όταν διακινούν τα τερατώδη ψεύδη για το νεκρό κοριτσάκι και δεν αναγνωρίζουν το λάθος, ή αποδέχονται την κατηγορία σε βάρος της χώρας για «έμμεσες δολοφονίες». Προσδοκούν όμως ότι θα εξοργίσουν μετριοπαθείς ή σκληρότερους δεξιούς και θα τους σπρώξουν δεξιότερα της light κυβέρνησης του Κ. Μητσοτάκη.
Για το λόγο αυτό επείγει το σχέδιο που νόμιμα, καθαρά και χωρίς άλλους θεσμικούς κινδύνους, θα εμποδίσει στα ναζιστικά περιτρίμματα να κατέβουν στις εκλογές και με όχημα την απλή αναλογική, να βρεθούν ξανά στα έδρανα του κοινοβουλίου. Πρόθυμοι και χρήσιμοι σε αντιδημοκρατικές κολεγιές και συμπράξεις.
Κώλυμα εκλογιμότητας το λένε οι συνταγματολόγοι.