Αφήσαμε επίτηδες να κυλήσουν δυο ημέρες από τη δημοσίευση της έκθεσης του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών για τον υπολογισμό της «ημέρας φορολογικής ελευθερίας». Δηλαδή για τον προσδιορισμό της ημέρας από την οποία και μετά δουλεύουμε για τον εαυτό μας και όχι για να πληρώνουμε φόρους προς το κράτος.
Και μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα η στήλη ανέμενε τις αντιδράσεις των κομμάτων. Και ειδικότερα της αντιπολίτευσης. Διότι η κυβέρνηση πιστώνεται, στην παρούσα φάση, τη μείωση της «φορολογικής σκλαβιάς» επί της θητείας της, από τις 185 στις 171 ημέρες. Και αυτό οφείλεται στη μείωση μιας σειράς από φόρους που επιβαρύνουν τους πολίτες. Μια μείωση που οδήγησε ωστόσο στην αύξηση των φορολογικών εσόδων, αφενός λόγω της μεγέθυνσης της οικονομίας και αφετέρου λόγω της ενίσχυσης της φορολογικής συμμόρφωσης.
Οι Έλληνες από το σύνολο των 365 ημερών που εργαζόμαστε, τις 171 εργαζόμαστε για το κράτος. Δηλαδή το εισόδημα που αποκομίζουμε από την εργασία μας επί 171 ημέρες, δεν μπαίνει στην τσέπη μας και δεν το χρησιμοποιούμε όπως θέλουμε. Μπαίνει στην τσέπη του κράτους. Έτσι οι κόποι 171 ημερών κατευθύνονται προς τα εκεί, που αποφασίζει το κράτος. Τα εισοδήματα των υπολοίπων 194 ημερών, μένουν σε εμάς και αποφασίζουμε εμείς να τα διαθέσουμε, όπως ακριβώς επιθυμούμε.
Τα ευρήματα από τη μελέτη που ΚΕΦΙΜ, είναι θετικά. Το γεγονός πως κερδίσαμε μισό μήνα προσωπικής οικονομικής ελευθερίας σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, είναι θετικό. Ωστόσο, στη συνάρτηση μπαίνει αφενός ο παράγοντας της ανταποδοτικότητας των φόρων που στη χώρα μας είναι ιδιαίτερα χαμηλός και αφετέρου η έννοια της φορολογικής δικαιοσύνης αφού όλοι γνωρίζουμε πως το φορολογικό βάρος στη χώρα μας το επωμίζεται λιγότερο από το 10% των πολιτών.
Όπως άλλωστε είχε αναφέρει η Μάργκαρετ Θάτσερ στη μνημειώδη ομιλία της στο συνέδριο Συντηρητικών στο Μπλάκπουλ, τον Οκτώβριο του 1983, «there is no such thing as public money; there is only taxpayers' money,», δηλαδή δεν υπάρχει δημόσιο χρήμα, αλλά το χρήμα των φορολογουμένων.
Ας δούμε τους αριθμούς. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Προγράμματος Σταθερότητας 2023, που κατέθεσε η κυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον περασμένο Απρίλιο, το καθαρό Εθνικό Εισόδημα για το 2023 προβλέπεται να ανέλθει στα €186,4 δισ. και τα συνολικά Κρατικά Έσοδα από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές θα ανέλθουν στα €86,8 δισ.
Δηλαδή το 46,6% του καθαρού Εθνικού Εισοδήματος καταλήγει στο κράτος. Και κατανέμεται, σε έμμεσους φόρους ύψους €37,4 δισ., σε ασφαλιστικές εισφορές ύψους €27,9 δισ. και σε άμεσους φόρους ύψους €21,3 δισ.
Επομένως, το επόμενο ερώτημα είναι το πώς θα επέλθει μείωση των φορολογικών βαρών. Πώς θα οδηγηθούμε σε δραστική μείωση των κρατικών δαπανών. Διότι, καλή είναι η ψηφιακή αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής. Καλή είναι η διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Καλή είναι και η πίεση στον τομέα της φορολογικής συμμόρφωσης. Αλλά, ουδείς επιθυμεί να αναλάβει ρίσκο, να προχωρήσει σε επενδύσεις, να προσπαθήσει και να εργαστεί περισσότερο όταν έχει συνέταιρο το κράτος -όσον αφορά τα έσοδα αλλά όχι την προσπάθεια - στο 46,6% των ωρών της επίπονης δουλειάς του και των κόπων του.
Μέχρι τη στιγμή που εστάλη το άρθρο στην αρχισυνταξία του liberal, δεν είχε υπάρξει η παραμικρή αντίδραση από την αντιπολίτευση, απέναντι στην έκθεση του ΚΕΦΙΜ. Πράγμα αναμενόμενο, αν αναλογιστούμε πως τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και ο Σύριζα, έχουν ψηλά στην ατζέντα τους την αύξηση των φόρων στο όνομα μιας αόριστης κοινωνικής δικαιοσύνης προς όφελος συγκεκριμένων προσοδοθηρικών ομάδων.