Είναι θετικό το γεγονός πως η προεκλογική ατζέντα εστιάζει σε θέματα που άπτονται της φορολογίας; Ασφαλώς και ναι. Είναι αναμενόμενο το γεγονός της εμβάπτισης των φορολογικών θεμάτων μέσα στον Ιορδάνη ποταμό των ιδεολογιών πεποιθήσεων και προσδιορισμών. Ασφαλώς και είναι. Δυστυχώς, όμως συζητάμε για καλούς και κακούς φόρους και όχι για μείωση των φόρων.
Έτσι η συζήτηση προεκλογικά περιστρέφεται στους αριθμητικούς συσχετισμούς και στα έσοδα από τους έμμεσους ή άμεσους φόρους, στο ερώτημα ποιος φόρος προάγει τις επενδύσεις ή και ποιος τα συμφέροντα των μετόχων, στο ποιος θα κρίνει την ακρίβεια των προγραμμάτων των κομμάτων και τα δημοσιονομικά βάρη που προκύπτουν από αυτά, αλλά ουδείς ακουμπά την ουσία των φόρων. Δηλαδή τόσο το ύψος τους, όσο και την κατανομή τους στο σύνολο των 6,5 εκατομμυρίων φορολογουμένων.
To σύνολο των φόρων και των εισφορών για το 2022, ήταν 82 δισ. ευρώ. Τα 35 δισ. ευρώ αφορούσαν έμμεσους φόρους, τα 27 δισ. ευρώ αφορούσαν κοινωνικές εισφορές και τα 19 δισ. ευρώ αφορούσαν άμεσους φόρους. Οι εισπραχθέντες φόροι ήταν αυξημένοι κατά 9,7%, από το 2021 παρ’ όλο που δεν υπήρχε άνοδος των φορολογικών συντελεστών. Η αύξηση των εσόδων από φόρους, εξηγείται από τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας και από τα κυβερνητικά μέτρα στήριξης των πολιτών και των επιχειρήσεων, από τις αυξήσεις στους μισθούς και στα κέρδη των επιχειρήσεων, από την αύξηση των τουριστικών εσόδων και από τις έντονες πληθωριστικές πιέσεις λόγω της ενεργειακής κρίσης και της ανόδου των βιομηχανικών πρώτων υλών.
Η ποσοστιαία συμμετοχή στα συνολικά έσοδα από έμμεσους φόρους όπως είναι ο ΦΠΑ και ο ΕΦΚ ανέρχεται στο 42%, από τις κοινωνικές εισφορές όπως είναι οι συνταξιοδοτικές και ασφαλιστικές εισφορές βρίσκεται στο 33% και από άμεσους φόρους όπως είναι οι φόροι εισοδήματος φυσικών προσώπων και οι φόροι των επιχειρήσεων, ανέρχεται στο 23%.
Ο προεκλογικός διάλογος αφορά τη μεταβολή αυτού του μίγματος, που αποτελεί πρωταρχικό στόχο του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ. Με τον τελευταίο να χρησιμοποιεί για πολλοστή φορά στρεβλά δεδομένα και επιχειρήματα, όπως βλέπουμε και στον προσωπικό λογαριασμό του Αλέξη Τσίπρα στο twitter.
Αν επιλεγεί λοιπόν η μείωση του ποσοστού των εσόδων από έμμεσους φόρους, τότε θα πρέπει να αυξηθεί το μερίδιο συμμετοχής των άμεσων φόρων, μεταξύ των οποίων είναι οι φόροι επί των εταιρικών κερδών και οι φόροι επί των μερισμάτων. Ο Νίκος Ζαργάνης στο χθεσινό του άρθρο «Ο ΦΠΑ, οι αλχημείες ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ και η πραγματικότητα», https://www.liberal.gr/oikonomia/o-fpa-oi-alhimeies-pasok-syriza-kai-i-pragmatikotita, μας εξήγησε τις επιπτώσεις από μια μείωση του ΦΠΑ και των εσόδων από έμμεσους φόρους.
Ο στόχος όμως θα έπρεπε να είναι χαμηλή φορολογία, για την οποία αναφερθήκαμε στο άρθρο «H Ελλάδα έχει ανάγκη τη χαμηλή φορολογία», https://www.liberal.gr/politiki/giati-i-ellada-ehei-anagki-ti-hamili-forologia. Γι’ αυτό και η σύγκριση, όσον αφορά τη φορολογία των εταιρικών κερδών και τη φορολογία των μερισμάτων που εισπράττουν οι μέτοχοι, της Ελλάδας με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αδόκιμη. Διότι η χώρα μας, έχει ακόμα να διανύσει μια τεράστια απόσταση για να βρεθεί στο ίδιο επενδυτικό επίπεδο με αυτές. Και αυτό δεν είναι σχήμα λόγου. Αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στον ακόλουθο πίνακα με τις βαθμολογίες που δίνουν οι οίκοι αξιολόγησης S&P, Moody’s, Fitch και DBRS για το αξιόχρεο της Ελλάδας.
Επομένως, το θέμα δεν είναι τόσο η σύνθεση του μείγματος των πηγών των κρατικών εσόδων, αλλά η περαιτέρω μείωση των κρατικών εσόδων και η ταυτόχρονη ορθολογικοποίηση των κρατικών δαπανών.