Μέσα στις επόμενες ημέρες αναμένεται η ολοκλήρωση των επαφών, ανάμεσα στα τεχνικά κλιμάκια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της κυβέρνησης της Αργεντινής, στα πλαίσια της νέας συμφωνίας ανάμεσα στα δυο μέρη. Η συμφωνία προβλέπει την επικαιροποίηση μιας δανειακής γραμμής (Extended Fund Facility) ύψους $44 δισ. και ένα νέο οικονομικό και δημοσιονομικό πρόγραμμα για τη σταθεροποίηση της Αργεντινής.
Οι υπερπτήσεις της -Περονικού πνεύματος- κυβέρνησης της Αργεντινής στην στρατόσφαιρα της αποδολαριοποίησης, του κοινού νομίσματος με την Βραζιλία, των swaps χρέους, της νομισματικής διασύνδεσης με το γιουάν, της εισόδου στο γκρουπ των χωρών του BRICS δηλαδή της Βραζιλίας, Ρωσίας, Ινδίας, Κίνας και Νότιας Αφρικής και της δανειοδότησής της από τη New Development Bank της Σαγκάης, έλαβαν τέλος. Και μάλιστα με επώδυνο τρόπο.
Και η Αργεντινή προσγειώνεται και πάλι στον σκληρό κόσμο της οικονομικής πραγματικότητας. Έχοντας να αντιμετωπίσει υποχρεώσεις αποπληρωμών δημοσίου χρέους ύψους $3,4 δισ. τη στιγμή, που τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της Κεντρικής Τράπεζας είναι στο «κόκκινο», που ο πληθωρισμός υπερβαίνει το 145% και που η συναλλαγματική ισοτιμία με το δολάριο έχει ξεφύγει από κάθε ρεαλιστικό πλαίσιο.
Οι πολιτικοί πειραματισμοί της κυβέρνησης, μαζί με τη στρεβλή εσωτερική οικονομική πολιτική και την επίδραση της ξηρασίας πάνω στις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων προς τις δυτικές χώρες, έχουν οδηγήσει το εμπορικό και το δημοσιονομικό έλλειμμα σε μη διαχειρίσιμα επίπεδα. Έτσι το Πρόγραμμα του ΔΝΤ, το οποίο στα ελληνικά συνηθίζουμε να αναφέρουμε σαν Μνημόνιο, στοχεύει αφενός στη δημοσιονομική πειθαρχία και αφετέρου στο κτίσιμο ισχυρών συναλλαγματικών διαθεσίμων. Φυσικά, κάτι τέτοιο θα σημάνει την «ρεαλιστικότερη» αποτίμηση του πέσος απέναντι στο αμερικανικό δολάριο, δηλαδή την εκ νέου επίσημη υποτίμηση του, από την Κεντρική Τράπεζα της Αργεντινής.
Επιστροφή στο 2018. Όταν και πάλι η κυβέρνηση του Μπουένος Άιρες, αναλάμβανε συγκεκριμένες δεσμεύσεις απέναντι στους δανειστές της, τις οποίες και δεν ακολούθησε. Επιχειρώντας αντίθετα να υιοθετήσει λύσεις που εξυπηρετούσαν τρίτους, αλλά όχι την ίδια την Αργεντινή. Έτσι αντί να επιτύχει τον στόχο των $6 δισ. σε συναλλαγματικά αποθέματα, της μείωσης των ελλειμμάτων και την υιοθέτηση μιας σειράς από αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, παρασύρθηκε από διάφορες σειρήνες.
Η πρώτη σειρήνα ήταν η προσπάθεια του Βραζιλιάνου προέδρου Λουίς Ινάσιου Λούλα ντα Σίλβα να δημιουργήσει το «sur», το κοινό νόμισμα Βραζιλίας – Αργεντινής που σε δεύτερη φάση θα αγκάλιαζε το σύνολο των οικονομιών της Λατινικής Αμερικής. Η πρωτοβουλία του Λούλα, δεν ήταν οικονομική αλλά πολιτική, με απώτερο σκοπό την απεξάρτηση από τις ΗΠΑ.
Στο βάθος του ορίζοντα προέβλεπε διασύνδεση του «sur» με το γιουάν. Η αποτυχία του προηγούμενου εγχειρήματος του 1987, με το «gautso», που θα αποτελούσε το κοινό νόμισμα στις διακρατικές συναλλαγές Αργεντινής και Βραζιλίας στα πλαίσια του Programa de Integración y Cooperación Económica Argentina-Brasil, εγγυόταν την μη ευόδωση και αυτού του εγχειρήματος.
Η δεύτερη σειρήνα ήταν αυτή των BRICS. Oι συγκεκριμένες χώρες πολύ θα ήθελαν να «βάλουν πόδι» στο μαλακό υπογάστριο των ΗΠΑ, που είναι η Λατινική Αμερική. Ωστόσο, ενώ ήταν διατεθειμένες να προχωρήσουν σε πολιτικές δεσμεύσεις, ήταν φειδωλές στην εκταμίευση πιστωτικών γραμμών.
Δηλαδή από τη μια πλευρά επιθυμούν να εντάξουν τις χώρες της Λατινικής Αμερικής στο αντιδυτικό πολιτικό μπλοκ τους και στο αντιδολαριακό οικονομικό τους μέτωπο και από την άλλη πλευρά δεν θέλουν να στηρίξουν προβληματικές και ημικατεστραμμένες οικονομίες, όπως είναι αυτή της Αργεντινής. Δηλαδή, δεν επιθυμούν να αναλάβουν τον ρόλο του δανειστή, όπως κάνει το ΔΝΤ.
Αποδεικνύεται για πολλοστή φορά ότι η στρεβλή οικονομική ανάπτυξη, τα ατυχή επιχειρηματικά μοντέλα, ο ανορθόδοξος τρόπος λειτουργίας του κράτους, η τεράστια διαφθορά και η μαύρη οικονομία, δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν ούτε με νομισματικά θαύματα, ούτε με «πολιτικές λύσεις». Παρά μόνο με βαθιές μεταρρυθμίσεις και οικονομικά μέτρα. Οι ακροβασίες δεκαετιών στην Αργεντινή έφτασαν πάλι σε αδιέξοδο. H μόνη διαθέσιμη λύση είναι αυτή του ΔΝΤ, αφού οι αγορές δεν εμπιστεύονται το πολιτικό προσωπικό της Αργεντινής και τα ευφάνταστα οικονομικά μοντέλα της.