Οι επιφυλάξεις και οι αντιδράσεις απέναντι σε κάθε τι νέο και διαφορετικό, δικαιολογούνται ως ένα σημείο. Ωστόσο, από περιέργεια και μόνο, θα πρέπει να διερευνούμε εάν αυτό το νέο και διαφορετικό, διευκολύνει τη ζωή μας και αν μας επιτρέπει να σχεδιάζουμε και να προγραμματίζουμε καλύτερα και αποτελεσματικότερα την καθημερινότητα μας.
Ας γυρίσουμε κάποιους μήνες πίσω. Τότε που εν μέσω της ενεργειακής κρίσης που είχε προκληθεί μετά από την Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος και του φυσικού αερίου ακολουθούσαν έντονες διακυμάνσεις, με αποτέλεσμα οι λογαριασμοί να κρύβουν πάντα εκπλήξεις για τους καταναλωτές.
Τα βασικά χαρακτηριστικά των λογαριασμών ηλεκτρικής ενέργειας ήταν αφ’ ενός η εκτόξευση της τιμής τους σε πρωτοφανή για τους καταναλωτές επίπεδα και αφ’ ετέρου η απουσία ισορροπίας ανάμεσα στους εκδιδόμενους λογαριασμούς. Το νέο σύστημα κατηγοριοποίησης και απεικόνισης των τιμολογίων, έρχεται να απλουστεύσει τα πράγματα. Δεν έρχεται να ρίξει τις τιμές, όπως αρκετοί ίσως να πίστευαν, αλλά έρχεται να βάλει μια τάξη.
Μέχρι πρότινος, δεν υπήρχε η δυνατότητα σύγκρισης ανάμεσα στα τιμολόγια που χρέωναν οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας. Άλλα τιμολόγια προσέφεραν δωρεάν πάγιο για κάποιους μήνες, άλλα κάποιες εκπτώσεις, άλλα κάποιες δωροεπιταγές, οπότε η σύγκριση ανάμεσα στις τελικές διαφορετικές τιμές ήταν σχεδόν αδύνατη. Ίσα - ίσα που αρκετές φορές δημιουργείτο επιπλέον σύγχυση.
Έτσι, σήμερα, αντί ο καταναλωτής να βλέπει δεκάδες διαφορετικά τιμολόγια βλέπει τυποποιημένα τιμολόγια, κατηγοριοποιημένα σε τρεις μεγάλες διαφορετικές κατηγορίες. Αυτή είναι η ουσία της αλλαγής που επέρχεται. Όποιος δεν το αντιλαμβάνεται αυτό, αλλά επικεντρώνεται στους μαθηματικούς τύπους, σίγουρα δεν κρατάει εποικοδομητική στάση. Ο καταναλωτής αποφασίζει με κριτήριο την τελική τιμή. Παντού. Στο σουπερμάρκετ, στη λαϊκή αγορά, στα καταστήματα πώλησης υγρών καυσίμων και οπουδήποτε αλλού υπάρχει ανταγωνισμός τιμών.
Βοηθάει το νέο σύστημα τιμολόγησης τον καταναλωτή; Ασφαλώς και ναι. Ο καταναλωτής έχει τη δυνατότητα να συγκρίνει ομοειδή πράγματα. Όπως για παράδειγμα στο σουπερμάρκετ μπορεί να συγκρίνει τις τιμές των προϊόντων με βάση την τιμή ανά μονάδα βάρους ή μονάδα όγκου. Ε, αυτό γίνεται και εδώ.
Η σύγκριση πραγματοποιείται ανάμεσα σε ομοειδή προγράμματα.
Το πρώτο πρόγραμμα είναι το λεγόμενο «μπλε». Το «μπλε» τιμολόγιο προσφέρει μια σταθερή τιμή κλειδωμένη, που θα ισχύει καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης. Ο καταναλωτής κλειδώνει την τιμή για μια μακρά χρονική περίοδο. Χωρίς ρίσκο.
Τι κερδίζει; Έχει την ησυχία του και δεν ασχολείται κάθε μήνα, με το να επιλέγει κάποιο άλλο πρόγραμμα. Τι άλλο κερδίζει; Κερδίζει, ότι σε ενδεχόμενη εκτόξευση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας ο προμηθευτής δεν θα του ανεβάσει την τιμή.
Τι χάνει; Για να έχει την ησυχία του, μέσω της κλειδωμένης τιμής, ο καταναλωτής πληρώνει πιο ακριβή τιμή από την τρέχουσα. Τι άλλο χάνει; Χάνει, ότι σε περίπτωση μείωσης της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος, ο ίδιος δεν θα επωφεληθεί, αφού η μείωση αυτή δεν θα εμφανιστεί στο λογαριασμό του.
Το δεύτερο πρόγραμμα είναι το λεγόμενο «πράσινο». Το τιμολόγιο αυτό προσφέρει κυμαινόμενη τιμή, η οποία γνωστοποιείται στην αρχή κάθε μήνα. Η τιμή του είναι αρχικά χαμηλότερη από το «μπλε» τιμολόγιο, αλλά ο καταναλωτής θα πρέπει να παρακολουθεί τις αυξομειώσεις των τιμών σε μηνιαία βάση, όχι μόνο γενικά στην αγορά ενέργειας, αλλά και ανάμεσα σε όλους τους προμηθευτές. Ποιος αναλαμβάνει το ρίσκο; Ο προμηθευτής. Αφού στο τέλος του μηνός που θα εισπράξει τους λογαριασμούς, η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος μπορεί να έχει μεταβληθεί ανοδικά έναντι της αρχικής.
Το τρίτο πρόγραμμα είναι το λεγόμενο «κίτρινο». Και αυτό προσφέρει κυμαινόμενη τιμή, η οποία όμως γνωστοποιείται στο τέλος κάθε μήνα. Εδώ η τιμή του μπορεί να ξεκινάει χαμηλότερα από το «πράσινο», ωστόσο καθορίζεται στο τέλος του μήνα. Ποιος αναλαμβάνει το ρίσκο; Ο καταναλωτής. Αφού στο τέλος του μηνός που θα πληρώσει το λογαριασμό, η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος μπορεί να έχει αυξηθεί.
Με δυο λόγια, στο «μπλε» πρόγραμμα ο καταναλωτής έχει μηδενικό ρίσκο αφού πληρώνει μια υψηλότερη τιμή σαν επασφάλιστρο απέναντι σε μια ανεπάντεχη εκτόξευση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας.
Στο «πράσινο» πρόγραμμα, ο καταναλωτής γνωρίζει εκ των προτέρων τι θα πληρώσει κάθε μήνα, αλλά δεν προστατεύεται από μια απότομη άνοδο των τιμών έστω και στην αρχή του μήνα.
Στο «κίτρινο» τιμολόγιο, ο καταναλωτής πρώτα καταναλώνει και ακολούθως πληροφορείται για το τι θα πληρώσει. Και αυτός δεν προστατεύεται από απότομες ανοδικές κινήσεις.
Τόσο το «πράσινο», όσο και το «κίτρινο» τιμολόγιο παρακολουθούν τις διακυμάνσεις του χρηματιστηρίου ενέργειας. Ευνοούνται στις πτώσεις των τιμών και βάλλονται στις ανοδικές κινήσεις. Η μόνη διαφορά είναι ότι ο «πράσινος» καταναλωτής γνωρίζει από πριν τι θα πληρώσει κάθε μήνα, ενώ ο «κίτρινος» περιμένει το τέλος του μήνα για να πληροφορηθεί την τιμή της kWh.
Είναι αυτό το σύστημα, καλύτερο από το προηγούμενο που λειτουργούσε σαν ένα «μαύρο κουτί»; Είναι.
Είναι αυτό το σύστημα πιο κατανοητό στη χρήση του; Ασφαλώς και είναι. Αφού οι καταναλωτές κάνουν τις επιλογές τους, ανάμεσα σε προγράμματα και προμηθευτές.
Θα λειτουργήσει καλύτερα ο ανταγωνισμός; Θα λειτουργήσει. Και αυτό θα οδηγήσει σε χαμηλότερες τιμές σε βάθος χρόνου. Ωστόσο, το πέρασμα από το «μαύρο κουτί» και τις «τιμές - εκπλήξεις», στο νέο σύστημα τιμολογίων, θα χρειαστεί ένα χρονικό διάστημα προσαρμογής τόσο από την πλευρά των καταναλωτών, όσο και των προμηθευτών, αλλά και από την πλευρά της εποπτείας της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
Όλοι όσοι διαμαρτύρονται για τα ανώτερα μαθηματικά που δήθεν απαιτούνται για τον υπολογισμό των μηνιαίων λογαριασμών, είτε δεν αντιλαμβάνονται την ελευθερία των επιλογών που πλέον έχουν, είτε αναπολούν τον καλό «πατερούλη», που θα τους υπαγόρευε το τι θα πλήρωναν κάθε μήνα, αποστερώντας τους το δικαίωμα της επιλογής.