Ένα βασικό κριτήριο μέσα από το οποίο θα περάσει η ψήφος των πολιτών στις επερχόμενες εκλογές, είναι το κατά πόσο οι ψηφοφόροι αισθάνονται δικαιωμένοι από τις επιλογές τους στις προηγούμενες εθνικές εκλογές του 2019. Και αυτό δεν αφορά μόνο τους ψηφοφόρους που οδήγησαν τη Νέα Δημοκρατία στην κυβέρνηση.
Αφορά όλους τους ψηφοφόρους. Που προσέφεραν τις ψήφους τους σε πολιτικά κόμματα από τα οποία περίμεναν κάποια πράγματα. Βέβαια, οι απαιτήσεις των ψηφοφόρων, ήταν διαφορετικές για τα κόμματα που διεκδικούσαν την εξουσία, δηλαδή τη Νέα Δημοκρατία και το Σύριζα, διαφορετικές για το ΠΑΣΟΚ που προσπαθούσε να επιστρέψει στην κεντρική πολιτική σκηνή, διαφορετικές για το ΚΚΕ που η εκπροσώπηση του στο Κοινοβούλιο δεν αποτελεί τον υπ’ αριθμόν ένα στόχο του, διαφορετικές για το κόμμα Βελόπουλου που διεκδικούσε ψήφους από τους Ανεξάρτητους Έλληνες και τη Χρυσή Αυγή και διαφορετικές για το κόμμα Βαρουφάκη που εξέφραζε και εκφράζει έναν ιδιότυπο ελιτίστικο φαντασιακό αντισυστημισμό.
Δεν αφορά ίσως τους ψηφοφόρους των υπόλοιπων κομμάτων που στερούνται κοινοβουλευτικές εκπροσώπησης. Και των οποίων η δραστηριότητα εξαντλείται σε «αγωνιστικές κινητοποιήσεις» και παρεμβάσεις στα ψηφιακά μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Διότι οι συγκεκριμένοι ψηφοφόροι αρκούνται στη διατύπωση ενός αρνητικού και διεκδικητικού λόγου.
Στις εκλογές του 2019, είχαν ψηφίσει 5.769.644 πολίτες, αυξημένοι κατά περίπου 200.000 από το Σεπτέμβριο του 2015. Το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, είχε αυξήσει την εκλογική της δύναμη κατά 725.000 ψήφους, το ΠΑΣΟΚ κατά 115.000 ψήφους, ενώ ο Σύριζα είχε παρουσιάσει απώλειες της τάξης των 140.000 ψήφων, σε σχέση με τα αποτελέσματα του Σεπτεμβρίου του 2015.
Άραγε οι επιπλέον 725 χιλιάδες ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας του 2019 αισθάνονται δικαιωμένοι σε σχέση με τις προσδοκίες τους; Δικαιώθηκαν με το τέλος της ανερμάτιστης πολιτικής του Σύριζα. Δικαιώθηκαν με τη μείωση της φορολογίας; Δικαιώθηκαν με τη μείωση της ανεργίας. Δικαιώθηκαν με την αύξηση των εισοδημάτων. Δικαιώθηκαν με την επαναφορά της κανονικότητας στους περισσότερους τομείς της ζωής τους. Και φυσικά δικαιώθηκαν εκ του αποτελέσματος για την επιλογή τους, από τον τρόπο που χειρίστηκε η κυβέρνηση τις διαδοχικές εξωγενείς κρίσεις.
Το ζύγισμα του απολογισμού του έργου της κυβέρνησης, γέρνει προς τη θετική πλευρά, αφού η ευρύτερη αίσθηση και η γενικευμένη εικόνα είναι πως τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα από ό, τι πριν από τρία έτη. Ασφαλώς και υπάρχουν τομείς στους οποίους παρουσιάστηκαν καθυστερήσεις και αμέλειες, τομείς στους οποίους οι αλλαγές δεν προχώρησαν και μεταρρυθμίσεις που δεν ολοκληρώθηκαν. Και αυτό είναι κάτι που θα συνυπολογιστεί στην απόφαση των ψηφοφόρων.
Άραγε οι επιπλέον 115 χιλιάδες ψήφοι που είχαν αγκαλιάσει το ΠΑΣΟΚ, νοιώθουν δικαιωμένοι από την επιλογή τους; Το ΠΑΣΟΚ διαφοροποιείται σθεναρά από τις πολιτικές του κυβερνώντος κόμματος, εκμεταλλεύεται οποιαδήποτε πτυχή του αντιπολιτευτικού ρεύματος και αναζητά ισορροπίες ανάμεσα στα δυο μεγάλα κόμματα, προβάλλοντας την διαφοροποίηση του όχι μέσω θέσεων, αλλά μέσω αφορισμών. Σε γενικές γραμμές το ΠΑΣΟΚ έδωσε και συνεχίζει να δίνει τη μάχη της αυτόνομης πορείας του με σκοπό να διαπραγματευτεί την εκλογική και κοινοβουλευτική του δύναμη, μετά τις εκλογές. Ικανοποιεί η στάση αυτή, τους ψηφοφόρους του 2019;
Αισθάνονται δικαιωμένοι οι ψηφοφόροι του Σύριζα; Εξαρτάται. Οι αντιπολιτευτικές κορόνες σίγουρα συγκινούν αρκετούς από αυτούς. Η άσκηση δριμείας κριτικής από το 2019 μέχρι σήμερα, ίσως να βρίσκει οπαδούς. Ακόμα και ο κινηματικός χαρακτήρας που έδινε ο Σύριζα καθ’ όλη τη διάρκεια της περασμένης τετραετίας, έδινε τροφή στο θυμικό των ψηφοφόρων του. Ωστόσο, η απουσία θέσεων και η τοξική ρητορική, πιθανότατα και να έχει απογοητεύσει όσους με την ψήφο τους είχαν επενδύσει στην ωρίμανση του Σύριζα.
Η δικαίωση της ψήφου του 2019 με βάση τα πεπραγμένα, αποτελεί ένα κριτήριο για τους πολίτες. Η τιμωρία δια μέσω της ψήφου, αποτελεί επίσης ένα ακόμα κριτήριο απόφασης. Οι προγραμματικές θέσεις, δεν ασκούν τη γοητεία που ασκούσαν κάποτε και δεν επηρεάζουν τις ψήφους, στον βαθμό που το επιτύγχαναν παλαιότερα. Η αλλαγή «οικονομικού μοντέλου», έχει και αυτή τη βαρύτητα της, αλλά δεν μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικές μετακινήσεις ανάμεσα στα δυο μεγαλύτερα κόμματα. Μεγάλο ρόλο όμως εξακολουθεί να παίζει το κριτήριο του να αποφύγουμε το χειρότερο που θα μπορούσε να ανατρέψει την πορεία της ζωή μας. Το οποίο ισχύει για όσους πολίτες έχουν απαξιώσει λίγο - πολύ την πολιτική. Αλλά που γνωρίζουν πως η πολιτική επηρεάζει τη ζωή τους. Και αυτοί ψηφίζουν με βάση το τι θεωρούν ότι θα τους βλάψει λιγότερο.