Ήταν λογικό για την Standard & Poor’s Global Ratings, να μην προχωρήσει εν μέσω προεκλογικής περιόδου στην αναβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας μας στην πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα. Ναι μεν, στην αξιολόγηση του Απριλίου μετέβαλε το λεγόμενο «outlook» από σταθερό σε θετικό, ωστόσο παρέμεινε επιφυλακτική λόγω των υψηλών πιθανοτήτων να προχωρήσουμε σε δεύτερες εκλογές και να βρεθούμε σε μια περίοδο έντονων πολιτικών διεργασιών και ασταθών καταστάσεων. Και ως γνωστόν, οι αγορές μισούν την αστάθεια.
Η S&P, επέλεξε τον ασφαλή δρόμο της αναβολής της αναβάθμισης λόγω των ειδικών συνθηκών, αποφεύγοντας να αναλάβει το ρίσκο της αναβάθμισης και της πιθανής αναδίπλωσης της, αμέσως μετά τις εκλογές, σε περίπτωση ενός ατυχούς αποτελέσματος που θα μετέβαλε την ακολουθούμενη οικονομική πολιτική.
Η αλήθεια είναι πως οι οίκοι αξιολόγησης προς το παρόν ανησυχούν περισσότερο, για το ενδεχόμενο της πολιτικής αβεβαιότητας μέχρι την συγκρότηση κυβέρνησης, που με τη σειρά της θα δώσει το δικό της στίγμα, παρά για τον σχηματισμό μια ετερόκλητης κυβέρνησης. Στις προβλέψεις της, η S&P υποθέτει ότι η επόμενη κυβέρνηση θα συνεχίσει να επιδιώκει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά παραμένει άγνωστο το πόσο γρήγορα θα σχηματιστεί η νέα κυβέρνηση και θα θέσει σε εφαρμογή το δικό της οικονομικό πρόγραμμα.
Παράλληλα ανησυχεί για την πιθανότητα μίας παρατεταμένης πολιτικής αβεβαιότητας, που θα έβαζε στο ψυγείο τις δεσμευτικές κινήσεις που πρέπει να ακολουθηθούν στην πραγματική οικονομία και θα καθυστερούσε τις εκταμιεύσεις καθώς και την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Όπως τόνισε στην έκθεση της η S&P Global Ratings ο ρυθμός και το βάθος των μεταρρυθμίσεων, θα εξαρτηθούν τελικά από την αποφασιστικότητα της επόμενης κυβέρνησης που θα σχηματιστεί μετά τις εκλογές.
Ωστόσο υπάρχουν και αναλυτές, όπως αυτοί της Societe Generale, που εκτιμούν πως οι εκλογές του Μαΐου είναι ένα από τα ρίσκα που θα μπορούσαν να περιπλέξουν τα πράγματα και πως στο χειρότερο πιθανό σενάριο ο νέος κυβερνητικός συνασπισμός που θα προκύψει από τις εκλογές θα μπορούσε να αντιστρέψει τις μεταρρυθμίσεις, οι οποίες είναι αναγκαίες για την οικονομική και δημοσιονομική βελτίωση της Ελλάδας.
Και ενώ οι πολιτικά ισορροπημένες εκτιμήσεις της S&P τονίζουν τα σημεία που πρέπει, και οι εκτιμήσεις των υπολοίπων αναλυτών που δεν είναι τόσο πολιτικά ουδέτερες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, η εγχώρια επιχειρηματικότητα παρουσιάζει μια αδράνεια απέναντι στο ενδεχόμενο να μην προχωρήσει έγκαιρα η αναβάθμιση του αξιόχρεου της εθνικής οικονομίας και η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Αν εξαιρέσουμε τον Διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος και τις διοικήσεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, η σιωπή από την υπόλοιπη επιχειρηματική κοινότητα είναι εκκωφαντική.
Λες και δεν τους αφορά η αναβάθμιση. Λες και δεν θα ωφεληθούν από τα αποτελέσματα της αναβάθμισης.
Τα οφέλη από την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας είναι πολλαπλά. Πέρα από την υποχώρηση που εκτιμάται ότι θα υπάρξει στις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, ενισχύεται το κύρος της ελληνικής οικονομίας, καθώς σηματοδοτείται το τέλος μιας δύσκολης περιόδου για τη χώρα εν μέσω τριών μνημονίων και μιας 4ετίας σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας.
Τα ελληνικά ομόλογα, θα περάσουν από το χαρακτηρισμό τους ως τίτλοι υψηλού ρίσκου «junk», σε κατηγορία «επένδυσης», οπότε οι αποδόσεις τους θα υποχωρήσουν κι άλλο. Το κόστος του δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου θα μειωθεί και το ίδιο θα συμβεί με τις δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού, αλλά και με τα φορολογικά έσοδα. Παράλληλα, μειώνεται ο κίνδυνος χρεοκοπίας της χώρας, με αποτέλεσμα να διευκολύνεται η προσέλκυση ακόμα περισσότερων ξένων επενδύσεων.
Σημαντικό στοιχείο αποτελεί επίσης το γεγονός ότι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα οδηγήσει και στην αναβάθμιση του αξιόχρεου των τραπεζών, οι οποίες θα μπορούν πλέον να δανείζονται με πιο χαμηλά επιτόκια από τη διατραπεζική αγορά αλλά και από την ΕΚΤ, με εγγύηση ομόλογα του δημοσίου τα οποία θα αποτιμώνται στην πραγματική τους αξία.
Τι σημαίνει αυτό; Πως ο δανεισμός για τις τράπεζες θα είναι πιο φθηνός, με αποτέλεσμα το χαμηλότερο αυτό κόστος να επιδρά στο κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Επομένως τόσο οι επιχειρήσεις, όσο και τα νοικοκυριά, θα δαπανούν μικρότερο τμήμα του προϋπολογισμού τους για την εξυπηρέτηση των δανείων τους.
Μέσα από αυτό το πρίσμα θα περιμέναμε λοιπόν από τους εκπροσώπους των επιχειρηματικών κλάδων, να έχουν ήδη παρέμβει προς αυτήν την κατεύθυνση και να έχουν θέσει τα κόμματα προ των ευθυνών τους. Και να τους έχουν ζητήσει να δεσμευτούν προγραμματικά ως προς την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και να τους έχουν ζητήσει να αποφεύγουν τις κραυγές λαϊκισμού που υποτιμούν όχι μόνο την ίδια την αναβάθμιση, αλλά και τη διαδικασία της αξιολόγησης από τους ξένους οίκους.
Είναι δυνατόν να μην τους ενδιαφέρει το χαμηλότερο κόστος του χρήματος; Είναι δυνατόν να μην τους ενδιαφέρει η είσοδος νέων ξένων επενδυτών στο εγχώριο επιχειρείν; Είναι δυνατόν να μην τους αφορά η ομαλή και ταχεία αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης;
Ασφαλώς και υπάρχουν οικονομικά συμφέροντα που επενδύουν περισσότερο στην πολιτική αστάθεια και στη συγκρότηση ενός πολυκομματικού και παράταιρου κυβερνητικού σχήματος, παρά στην συγκρότηση μιας αυτοδύναμης κυβέρνησης. Σε ένα μοντέλο κυβερνητικών εξαρτήσεων, παρά σε ένα ισχυρό κυβερνητικό μοντέλο. Σε μια κυβέρνηση συσχετισμών, παρά σε μια στιβαρή κυβέρνηση με δεδομένο προσανατολισμό.
Διότι μια τέτοια κυβέρνηση θα είναι ασφαλώς ανίσχυρη και ευάλωτη απέναντι σε πιέσεις. Οπότε τα οικονομικά συμφέροντα που προτιμούν οι κάλπες της Κυριακής να αναδείξουν μια πολυσυλλεκτική και πολυκομματική κυβέρνηση δίχως συγκεκριμένη πολιτική ατζέντα και δομημένο οικονομικό πρόγραμμα, είναι έτοιμα να θυσιάσουν την επιτυχία από την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας στο βωμό του δυνητικού ελέγχου της κυβέρνησης των πρόσκαιρων συμμαχιών.
Ζυγίζουν από τη μια πλευρά της ζυγαριάς το χαμηλότερο κόστος δανεισμού και την ελάφρυνση των χρηματοοικονομικών δαπανών των επιχειρήσεων τους και από την άλλη τον έλεγχο μιας ασπόνδυλης κυβέρνησης από την οποία θα δύνανται να διεκδικήσουν τα δικά τους οφέλη, μεταξύ των οποίων θα είναι και η αναθεώρηση των επενδύσεων του Ταμείου Ανάκαμψης που έχει υποσχεθεί ο Σύριζα.
Για τους περισσότερους οι εκλογές αποτελούν μια συνάντηση με το αύριο. Για κάποιους οι εκλογές αποτελούν μια προσπάθεια επαναφοράς στις καταστροφικές ονειρώξεις του παρελθόντος. Και για κάποιους άλλους σηματοδοτούν μια ευκαιρία για ένα δυνατό ανακάτωμα και ένα ξαναμοίρασμα της τράπουλας με άλλους όρους και κανόνες, μέσω πολιτικών πιέσεων και ασταθών ισορροπιών.