Γιατί η Ελλάδα δεν μπορεί να γίνει σαν την Ολλανδία και τη Δανία που έχουν παράδοση στο σχηματισμό αποτελεσματικών κυβερνήσεων συνεργασίας; Τέτοιου είδους ερωτήματα, πάντοτε εμφανίζονται κατά τη διάρκεια των προεκλογικών περιόδων στη χώρα μας. Ακολουθούν δε οι ίδιες μονότονες απαντήσεις, πως «τέτοια πράγματα στην Ελλάδα δεν γίνονται».
Θεωρητικά μπορούμε να λέμε ό,τι θέλουμε και να συζητούμε με τις ώρες για το συγκεκριμένο θέμα, με βάση την ανάγκη συνεννόησης, την εδραιωμένη πολιτική κουλτούρα, τις θέσεις των κομμάτων, τις κοσμοθεωρίες τους και τις ιδεολογικές τους κατευθύνσεις. Ωστόσο η πραγματικότητα που φαίνεται πως θα αντικρίσουμε μετά τις εκλογές, προσφέρει δυο πιθανές εκδοχές όσον αφορά τις κυβερνήσεις συνεργασίας.
Η πρώτη εκδοχή είναι μια κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας – ΠΑΣΟΚ. Η δεύτερη εκδοχή είναι μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ – ΜέΡα25 με τη ανοχή του ΚΚΕ. Υπάρχει βέβαια και μια τρίτη πιο ευφάνταστη εκδοχή σύμφωνα με την οποία θα οδηγηθούμε στην αναγκαστική συγκυβέρνηση ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ. Δηλαδή στη δημιουργία ενός οικουμενικού σχήματος.
H τρίτη εκδοχή θα είναι παρόμοια με αυτή που βιώσαμε το Νοέμβριο του 1989, της οποίας η πορεία και η διάρκεια ήταν προκαθορισμένη. Ο σχηματισμός μιας παρόμοιας κυβέρνησης σήμερα φαντάζει εξωπραγματικός και είναι προφανές πως θα οδηγούσε σε μια πλήρη τελμάτωση, αφού οι αναφορές των κομμάτων που θα την συνέθεταν δεν είναι δυνατόν να συγκλίνουν ούτε στο ελάχιστο.
Η εκδοχή μιας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ – ΜέΡα25 με ψήφο ανοχής του ΚΚΕ, κινείται στα πλαίσια της Προοδευτικής Διακυβέρνησης που προτείνει ο Αλέξης Τσίπρας. Για να επιτευχθεί όμως θα πρέπει να συνυπάρχουν κάποιες βασικές παραδοχές. Κατά πρώτον θα πρέπει ο Σύριζα να βγει πρώτο κόμμα, αφού όπως έχει δηλώσει ο αρχηγός του δεν επιθυμεί να ηγηθεί μιας κυβέρνησης ηττημένων. Κατά δεύτερον θα πρέπει να επιτευχθεί από τις πρώτες εκλογές με το ΠΑΣΟΚ να βρίσκεται σε κάποια αξιοπρεπή επίπεδα. Κατά τρίτον θα πρέπει να ικανοποιηθούν οι προσωπικές φιλοδοξίες του Γιάννη Βαρουφάκη. Και κατά τέταρτο θα πρέπει το ΚΚΕ να δώσει ψήφο ανοχής στο κυβερνητικό σχήμα, κάτι που δεν είναι πιθανό λόγω των παγιωμένων στερεότυπων του ΚΚΕ περί των αστικών κυβερνήσεων.
Η πιθανότητα συγκρότησης μιας κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας – ΠΑΣΟΚ, επίσης θα πρέπει να επιτευχθεί στις πρώτες εκλογές. Διότι μόνο τότε τα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ θα είναι ικανά ώστε να του προσφέρουν τις απαιτούμενες έδρες για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας. Στις δεύτερες εκλογές, τέτοιες δυνατότητες δεν θα υπάρξουν.
Είναι όμως δυνατόν η εχθροπάθεια και η δαιμονοποίηση που ολοένα και αυξάνεται ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα, να ηττηθεί από την πρακτική αριθμητική των εκλογικών αποτελεσμάτων; Άραγε βρισκόμαστε μπροστά σε ένα θέατρο αντιπαραθέσεων που θα ρίξει την αυλαία του το βράδυ μετά το τέλος των εκλογών; Πόσο εύκολο είναι η διάχυτη τοξικότητα των καθημερινών συζητήσεων ανάμεσα στα στελέχη των κομμάτων, να δώσει τη θέση της στη συναίνεση; Είναι δυνατόν να κάτσουν στο ίδιο τραπέζι οι «υπερασπιστές των υπερκερδών» και οι «εκτροπείς της δημοκρατίας» με τους «εμπνευστές της Predatorιάδας» και τους «φθηνούς λαϊκιστές»; Σύμφωνα με όσους σπρώχνουν τα σενάρια των μετεκλογικών συνεργασιών, αυτό είναι εφικτό. Η ιστορία θα δείξει.
Προς τα παρόν αν εξετάσουμε τα πράγματα ψυχρά και ουδέτερα, θα δούμε ότι η Νέα Δημοκρατία πορεύεται με άξονα την επιτυχία της αυτοδυναμίας. Το ΠΑΣΟΚ με άξονα την επίτευξη ενός αξιοπρεπούς ποσοστού πάνω από το 12%, που θα του επιτρέψει να διαπραγματευτεί την πρώτη Κυριακή. Και ο ΣΥΡΙΖΑ με στόχο ένα ποσοστό που δεν θα σημάνει την έναρξη σκληρών εσωτερικών ζυμώσεων, για τις οποίες φημίζεται η Αριστερά.