Η αντίδραση των ηθοποιών που οδήγησε στην ακύρωση της παράστασης «Θησέας και Αριάδνη» που είχε οργανωθεί στο θέατρο «Αριστοτέλειον» με θεατές τα παιδιά και τις οικογένειες αστυνομικών της Θεσσαλονίκης, αποτελεί ένα ακόμα αρνητικό σύμπτωμα της ελληνικής κοινωνίας, που σε μεγάλο βαθμό διατηρεί μια επαμφοτερίζουσα σχέση με τις αστυνομικές δυνάμεις.
Μια επαμφοτερίζουσα σχέση που από τη μια έχει βαθιές ρίζες στα στερεότυπα που αναπτύχθηκαν στα χρόνια της δικτατορίας και στα αφηγήματα της Αριστεράς και από την άλλη στηρίζεται στην καθημερινή ανάγκη για την ασφάλεια των πολιτών. Έτσι, από το ερώτημα απελπισίας: «που είναι η αστυνομία;» μέχρι το αφοριστικό σύνθημα:«μπάτσοι - γουρούνια – δολοφόνοι» η απόσταση είναι ελάχιστη.
Η άρνηση των ηθοποιών να ψυχαγωγήσουν τα παιδιά των οικογενειών των αστυνομικών, παρ’ όλο που καλύφθηκε πίσω από τη ξαφνική νόσηση των συντελεστών της παράστασης από Covid-19 για μια μόνο μέρα, ίσως να ήταν μια πράξη, εκδήλωσης επαναστατικού σφρίγους, αντίστασης ή και εκδίκησης απέναντι στο τραγικό συμβάν στους δρόμους της Θεσσαλονίκης.
Ωστόσο, τo ίδιο μένος κατά των αστυνομικών δυνάμεων έδειξε και ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο επίσημος ΣΥΡΙΖΑ, μέσω του Σπύρου Σπίρτζη ανέφερε με αφορμή το επίδομα των 600 ευρώ προς τους ένστολους, πως «οι δημοκρατικοί αστυνομικοί δεν θα στηρίξουν το ακροδεξιό κλίμα εντός της ΕΛΑΣ ούτε το καθεστώς Μητσοτάκη και τα συμφέροντα των λίγων». Ο δε ανεπίσημος αλλά πραγματικός ΣΥΡΙΖΑ, μέσω υπογραφών των συλλογικοτήτων, των τάσεων και των φραξιών που κινούνται στο εσωτερικό του, καταδίκασε την Αστυνομία που «επιδίδεται συστηματικά σε άγρια καταστολή κάθε κοινωνικού αγώνα, το Λιμενικό και άλλους παρακρατικούς μηχανισμούς που πραγματοποιούν εγκληματικές επαναπροωθήσεις στο Αιγαίο και στον Έβρο».
Και μάλιστα κάλεσε την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να ξαναδιορθώσει την ψήφο της στην επίμαχη τροπολογία και να ψηφίσει «κατά». Όπως θυμόμαστε ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ψηφίσει κατά του επιδόματος στη Βουλή. Ακολούθως, προέβη σε διόρθωση αναγνωρίζοντας ηλεκτρονικό λάθος κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας. Για να επανέλθει η βάση του ΣΥΡΙΖΑ και να απαιτήσει την εκ νέου αρνητική τοποθέτηση του κόμματος τους, απέναντι στη σχετική τροπολογία, υποστηρίζοντας πως το επίδομα «επιβραβεύει και παροτρύνει τους πραίτορες του κ. Θεοδωρικάκου και του κ. Μητσοτάκη, να εκτελούν με ακόμη μεγαλύτερη ένταση το έργο της καταστολής και του αυταρχισμού».
Τη σκυτάλη του πρόσφατου αντιαστυνομικού μένους, πήρε στα χέρια της η βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Ευαγγελία Λιακούλη. Στο νομοσχέδιο για τη δημοτική αστυνομία η βουλευτής του ΠΑΣΟΚ αφού κατήγγειλε πως «οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης πνίγονται στο τσουνάμι του αντισυνταγματικού σεισμού», ανέφερε πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, πως επιστρέφει με γκλομπς και χειροπέδες και πως αναβιώνει την παλιά χωροφυλακή, την ίδια στιγμή «που την κοινωνία απασχολούν ζητήματα καταστολής και αστυνομικής αυθαιρεσίας».
Δυστυχώς, όπως βλέπουμε, ο πολιτικός χώρος που βρίσκεται αριστερά του κέντρου, σχεδόν πενήντα χρόνια μετά από την πτώση της δικτατορίας, με την πρώτη ευκαιρία προσπαθεί να υποδαυλίσει ότι έχει απομείνει στη μνήμη και στο θυμικό των πολιτών από το αστυνομικό κράτος εκείνης της περιόδου. Με απλοϊκό και βαθιά λαϊκίστικο τρόπο κτίζει δίπολα, όπως καλός διαδηλωτής – κακός αστυνομικός, δυστυχής μετανάστης – ρατσιστής αστυνομικός, κοινωνικά αποκλεισμένος παραβατικός – κατασταλτικός αστυνομικός, ευάλωτος διαμαρτυρόμενος - ανάλγητος αστυνομικός και άλλα πολλά. Και έτσι προσπαθεί να διατηρήσει το συγκρουσιακό στοιχείο στο μυαλό και στη συνείδηση των πολιτών.
Λησμονώντας ωστόσο πως στις φιλελεύθερες Δημοκρατίες μόνο το κράτος έχει το δικαίωμα στην άσκηση έννομης βίας, για την προστασία του κοινωνικού συνόλου. Λησμονώντας πως η αυτοδικία, την οποία θωπεύει μέσω της στάσης του ο χώρος της κεντροαριστεράς, δεν έχει την παραμικρή σχέση με το νομικό πολιτισμό. Και πως η αποδοχή της αυτοδικίας θα ανοίξει τους ασκούς του Αιόλου.
Στην προσπάθεια αλίευσης ψήφων από τον χώρο των αγανακτισμένων, των διαμαρτυρόμενων και των αντιδραστικών, η Αριστερά προσπαθεί να σχετικοποιήσει την άσκηση της έννομης βίας, της δικαιοσύνης και των κρατικών θεσμών. Δίχως όμως να προτείνει κάποια εναλλακτική πρόταση. Και αυτό είναι το επικίνδυνο. Διότι έτσι ο καθένας αφήνεται να προβάλει στη φαντασία του ό,τι θέλει.