Με μια απλή αριθμητική πράξη των πρώτων τάξεων του Δημοτικού σχολείου ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, κατέληξε στο συμπέρασμα πως τα παραχθέντα, αλλά μη δηλωθέντα και μη φορολογηθέντα εισοδήματα στη χώρα μας ανέρχονται περίπου στα 60 δισ. ευρώ. Και προσδιόρισε την απώλεια φορολογικών εσόδων πέριξ των 18 δισ. ευρώ.
Τι είναι αυτά τα 18 δισ. ευρώ; Είναι το 10% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος. Τι άλλο είναι; Το 32% των κρατικών φορολογικών εσόδων. Δηλαδή δεν είναι κάτι που μπορείς να το προσπεράσεις με ευκολία, ειδικά στην προεκλογική περίοδο που αναδεικνύονται στον υπερθετικό βαθμό όλες οι ανάγκες χρηματοδότησης της υγείας, της παιδείας, της άμυνας, της ασφάλειας και των υποδομών της χώρας.
Και όμως τα κόμματα της αντιπολίτευσης, το προσπερνούν και υπόσχονται ταυτόχρονα αύξηση των δαπανών και μείωση της φορολογίας, εμπαίζοντας τους πολίτες που δεν είναι εκπαιδευμένοι στα περί των οικονομικών και που οι γνώσεις τους στα μαθηματικά δεν είναι το δυνατό τους σημείο.
Ο Γιάννης Στουρνάρας χρησιμοποίησε δυο απλά μεγέθη για να καταλήξει στο συμπέρασμα του. Τα δηλωθέντα εισοδήματα που ανέρχονται στα 80 δισ. ευρώ και την κατανάλωση που βρίσκεται στα 140 δισ. ευρώ. Και πως μπορείς να καταναλώνεις 140 δισ. ευρώ, ενώ έχεις εισοδήματα μόλις 80 δισ. ευρώ; Η απάντηση είναι μια και μοναδική. Μέσω της φοροδιαφυγής. Διότι η απλή λογική λέει πως για να έχεις καταναλώσει 140 δισ. ευρώ, πρέπει να έχει τουλάχιστον τα ισόποσα εισοδήματα.
Με την ίδια λογική θα πρέπει να αντιμετωπιστεί και η ανίχνευση της φοροδιαφυγής. Τα εργαλεία που μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι φορολογικές αρχές αυξάνονται, εκσυγχρονίζονται και γίνονται ολοένα και πιο αποτελεσματικά. Και ήδη η επόμενη κυβέρνηση θα προχωρήσει στην καθιέρωση ηλεκτρονικών δελτίων αποστολών και ηλεκτρονικών τιμολογίων παντού, με αποτέλεσμα οι έλεγχοι να ξεφεύγουν από τον ανθρώπινο παράγοντα και να πραγματοποιούνται με μεθόδους τεχνητής νοημοσύνης.
Πλέον θα είναι σχετικά εύκολα να εφαρμοστεί η “bottom up” ανάλυση των φορολογιών δεδομένων των επιχειρήσεων. Για παράδειγμα, θα καταγράφονται όλες οι αγορές στις οποίες έχουν προβεί οι επιχειρήσεις. Έτσι οι επιχειρήσεις εστίασης θα έχουν καταγεγραμμένες όλες τις αγορές των προϊόντων που θα χρειαστούν για την προετοιμασία των γευμάτων τους. Υπάρχουν μαθηματικά μοντέλα τα οποία συνδέουν τις ποσότητες των αγορών με τις ποσότητες των γευμάτων και τα κόστη των αγορών με τους τζίρους των επιχειρήσεων.
Όταν λοιπόν σαν επιχείρηση εστίασης έχεις κόστος Α δεν είναι δυνατόν το ύψος των πωλήσεων σου να είναι λιγότερο από το Α συν ένα επιπλέον περιθώριο που θα καλύπτει τα έξοδα της μισθοδοσίας, των ενοικίων, των τοκοχρεολυσίων, της ενέργειας, τις λοιπές δαπάνες αλλά και την κερδοφορία σου. Διότι αν δεν συμβαίνει αυτό, τότε δεν έχεις κανένα λόγο να έχεις ανοικτή και ενεργή την επιχείρησή σου.
Μέσω εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης μπορεί να προσδιοριστούν με σημαντική ακρίβεια, όλα τα προαναφερθέντα μεγέθη, αν δεν καταγράφονται με ακρίβεια στο ηλεκτρονικά λογιστικά βιβλία της επιχείρησης, με σκοπό τη φοροδιαφυγή. Επομένως, μπορεί να προσδιοριστεί με σχετική ασφάλεια και το ύψος των εισοδημάτων και της φορολογικής ύλης που αποκρύπτεται. Αυτή η απλή φορολογική άσκηση μπορεί να εφαρμοστεί, οπουδήποτε υπάρχουν τιμολόγια αγορών.
Εκεί που τα πράγματα είναι πιο δύσκολα είναι στα εισοδήματα των ελεύθερων επαγγελματιών. Η πάταξη της φοροδιαφυγής σε αυτόν τον χώρο μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη παροχή φορολογικών κινήτρων, στους φορολογούμενους πελάτες των ελευθέρων επαγγελματιών. Και ποια θα μπορούσαν να είναι αυτά τα κίνητρα; Μόνο ένα. Οι δαπάνες των φορολογουμένων προς τους ελεύθερους επαγγελματίες, να εκπίπτουν όλες από το εισόδημα τους, εφόσον καλύπτονται από φορολογικά παραστατικά. Διότι αυτό είναι το μόνο ουσιαστικό κίνητρο, για να μπορέσει ο φορολογούμενος να απαιτήσει την έκδοση απόδειξης.
Ωστόσο, από την πλευρά των μικρών επιχειρήσεων εκφράζεται η ένσταση πως με αυτόν τον τρόπο, η φορολογική μέγγενη θα αφαιρέσει τη δυνατότητα επιβίωσης σε όσους χρησιμοποιούν για παράδειγμα τον ΦΠΑ που παρακρατούν σαν κεφάλαιο κίνησης και σε όσους μέσω των «μαύρων» εσόδων παραμένουν επιχειρηματικά όρθιοι. Όμως δεν είναι δυνατόν η επιβίωση να βασίζεται στην αποφυγή φόρων και στην απόκρυψη εισοδημάτων.
Η τεχνολογία προσφέρει τη δυνατότητα πάταξης της φοροδιαφυγής σε σημαντικό βαθμό με δυο τρόπους. Η πρώτος τρόπος είναι η υιοθέτηση διάφορων μεταβλητών και δεικτών που ακτινογραφούν τις λογιστικές καταστάσεις των επιχειρήσεων. Και ο δεύτερος είναι αφενός η απομάκρυνση του «ανθρώπινου παράγοντα» από τη μέση και αφετέρου η μη δυνατότητα συναλλαγής ανάμεσα στον φοροφυγά και σε αυτόν που ασκεί τον φορολογικό έλεγχο.