Το ΒΒΒ- που μας έδωσε η Fitch δεν θα πρέπει ούτε να υπερεκτιμάται, αλλά ούτε και να υποτιμάται. Είναι αυτό που είναι. Είναι ένα πιστοποιητικό δανεισμού για τη χώρα, στο οποίο αναγράφεται ότι οι επενδυτές αγοράζοντας κρατικά ομόλογα δεν κινδυνεύουν να χάσουν τα κεφάλαια τους. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.
Όπως άλλωστε αναφέρει και η επίσημη ανακοίνωση της Fitch: «Fitch Ratings has upgraded Greece's Long-Term Foreign-Currency Issuer Default Rating (IDR) to 'BBB-' from 'BB+'. The Outlook is Stable.» Αυτό είναι όλο. Σαφώς και στην έκθεση που συνόδευσε την αναβάθμιση υπήρξαν θετικές αλλά και επιφυλακτικές αναφορές σε αρκετές πτυχές της ελληνικής οικονομίας, όπως στην ανάπτυξη, στον πληθωρισμό, στα δημοσιονομικά, στο τραπεζικό σύστημα, στις μεταρρυθμίσεις και σε άλλα. Ωστόσο, το πνεύμα της έκθεσης ήταν συνολικά επαινετικό. Εξ ου και η αναβάθμιση.
Είναι επαρκές το «ΒΒΒ-»; Όχι.
Η αξιολόγηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκεται στο ΑΑΑ. Όσον αφορά κάθε μια ξεχωριστά από τις ευρωπαϊκές χώρες, η Γερμανία, η Δανία, το Λουξεμβούργο και η Ολλανδία, βρίσκονται στο ΑΑΑ, η Αυστρία και η Φινλανδία στο ΑΑ+, η Γαλλία, η Ιρλανδία, το Βέλγιο, η Τσεχία και η Εσθονία στο ΑΑ-, η Μάλτα στο Α+, η Λιθουανία, η Σλοβενία και η Σλοβακία στο Α, η Ισπανία, η Πολωνία και η Λετονία στο Α-, η Πορτογαλία και η Κροατία στο ΒΒΒ+, η Ιταλία, η Βουλγαρία, η Κύπρος και η Ουγγαρία στο ΒΒΒ και η Ρουμανία στο ΒΒΒ-.
Βλέπουμε ότι παρά την αναβάθμιση του αξιόχρεου της Ελλάδας και την ανάδυση της από την κατηγορία των «junk bonds», δηλαδή των «ομολόγων σκουπιδιών», η αξιολόγηση της παραμένει χαμηλή. Και βρίσκεται στην τελευταία θέση της Ευρώπης μαζί με την πάλαι ποτέ κομμουνιστική Ρουμανία. Ενώ αντίθετα οι περισσότερες από τις χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ που είχαν νιώσει στο πετσί τους, τις επιπτώσεις από τον κομμουνισμό και τον κρατισμό, βρίσκονται πολύ πιο μπροστά από την Ελλάδα, που αγωνίζεται με νύχια και δόντια να αποτινάξει τα δίχτυα της κρατικίστικης νοοτροπίας και των κρατικών παρεμβάσεων.
Το στοίχημα για την ελληνική οικονομία δεν είναι να πηγαίνει καλά, ή απλά καλύτερα από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες. Το στοίχημα είναι να κλείσει όσο το δυνατόν ταχύτερα το χάσμα που τη χωρίζει από αυτές. Όμως αρκετά από όσα ακούσαμε από επίσημα κυβερνητικά χείλη την περασμένη εβδομάδα με αφορμή το φορολογικό νομοσχέδιο, αποδεικνύουν, ότι απέχουμε ακόμα αρκετά, από την οικονομική ελευθερία που απαιτείται αφενός για τη σύγκλιση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες και κοινωνίες και αφετέρου για την αύξηση της ευημερίας των πολιτών.
Έτσι ακούσαμε να κατακεραυνώνονται οι επιχειρήσεις οι οποίες επειδή ανεβαίνουν τα έσοδα τους, αυξάνουν και τα έξοδα τους, αντί τα έσοδα αυτά να μετατρέπονται σε κέρδη για να φορολογηθούν. Τι είναι πιο λογικό για μια επιχείρηση που μεγαλώνει, από το να αυξάνει τα έξοδα της; Να επεκτείνεται προσλαμβάνοντας προσωπικό, αποκτώντας σύγχρονο εξοπλισμό, ενοικιάζοντας γραφεία και αποθήκες, αυξάνοντας τις αμοιβές των εργαζομένων της και των συνεργατών της, επενδύοντας σε διαδικασίες, πληρώνοντας διαφημιστικές δαπάνες, προβαίνοντας σε προωθητικές ενέργειες; Γιατί αυτό είναι καταδικαστέο; Και γιατί θα πρέπει η επιχειρηματικότητα στη χώρα μας να αντιμετωπίζεται σαν εχθρός, μέσα από το παραμορφωτικό φακό του κρατισμού; Να ορίζει το κράτος το ύψος των εξόδων μιας επιχείρησης; Τη μεγέθυνση της; Τις προοπτικές της;
Αν θεωρούν οι φορολογικές αρχές ότι κάποιος φοροδιαφεύγει ας τον ελέγξουν. Όχι όμως συλλήβδην να κατηγορούν σαν φοροφυγάδες αυτούς, που χρησιμοποιούν τα αυξημένα τους έσοδα για να μεγεθυνθούν επιχειρηματικά. Οι δηλώσεις αυτές φανερώνουν τον βαθύ κρατισμό που κυριαρχεί ακόμα στη λογική της κρατικής εξουσίας.
Ακούσαμε ακόμα, ότι οι φορολογικές αρχές καλούν τους πολίτες να δουν «πιο επαγγελματικά» τις βραχυχρόνιες μισθώσεις, εντάσσοντας την εκμετάλλευση των ακίνητων τους σε εταιρείες. Σε αυτήν την περίπτωση οι φορολογικές αρχές παροτρύνουν τους ιδιοκτήτες «να περάσουν τα έξοδά τους και να φορολογούνται με 22% οριζόντια και έτσι να μην φτάνουν σε φορολόγηση του 45% που είναι η φορολόγηση των μισθωμάτων». Αστεία πράγματα.
Από τη μια το κράτος κατηγορεί τις επιχειρήσεις πως μέσα από τη δημιουργία εξόδων στερούν το δημόσιο από έσοδα, ενώ από την άλλη παροτρύνει τους ιδιοκτήτες να δημιουργούν εταιρείες, να περνάνε έξοδα και να φορολογούνται λιγότερο.
Το κράτος δεν έχει κανένα λόγο να παρεμβαίνει στο τι κάνει ο καθένας με την περιουσία του, με την επιχείρηση του, με τα έσοδα του και τα έξοδα του.
Όσες αναβαθμίσεις και να κάνει η Fitch, ο S&P και η Moody’s, αν δεν αλλάξει το κακό το ριζικό μας, δηλαδή η νοοτροπία του κρατισμού που μυρίζει σοσιαλιστική ναφθαλίνη, η απόσταση από τις υπόλοιπες οικονομίες της Ευρώπης και από τα εισοδήματα των Ευρωπαίων πολιτών θα διευρύνεται. Και επιτέλους οι κρατιστές πρέπει να κατανοήσουν πως αν συνεχίσουν να θέτουν διαρκώς προβλήματα στο μεγάλωμα της οικονομίας, θα «ξεμείνουν» από έσοδα.