Η κυβέρνηση επέλεξε να αντιμετωπίσει τα εγκληματικά φαινόμενα που κυριαρχούν στο χώρο του ποδοσφαίρου και όχι μόνο, σαν να αποτελούν ακραίες εκδηλώσεις οπαδικού φανατισμού και όχι σαν συνειδητές πράξεις βίας πίσω από τις οποίες βρίσκονται εγκληματικές συμμορίες, που διαθέτουν δομή, οργάνωση και πόρους.
Δεχόμενοι σαν υπόθεση εργασίας ότι το θέμα εντοπίζεται στη γηπεδική βία, καλό θα είναι αντί να ανακαλύπτουμε ξανά και ξανά την αξία της φωτιάς, τη χρησιμότητα του τροχού και να βάζουμε για χιλιοστή φορά «το μαχαίρι στο κόκκαλο», να αντιγράψουμε τον τρόπο με τον οποίο λύθηκε στην Αγγλία το πρόβλημα του χουλιγκανισμού.
Τον τρόπο με τον οποίο η παρακολούθηση των αγώνων ποδοσφαίρου από υπόθεση κάποιων λούμπεν στοιχείων, αναδείχθηκε σε οικογενειακή διασκέδαση. Και τον τρόπο με τον οποίο το αγγλικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου, η περίφημη «Premier League» αποτελεί πλέον σήμερα ένα απίστευτα κερδοφόρο οικοσύστημα που αποτελείται από εύρωστους ποδοσφαιρικούς συλλόγους, από τηλεοπτικούς σταθμούς, από διαφημιστικές εταιρίες, από ευτυχισμένους φιλάθλους και από χιλιάδες εργαζόμενους, προσφέροντας θέαμα, διασκέδαση και χαρά, ανεξάρτητα αν οι σύλλογοι κερδίζουν τίτλους και τρόπαια, ή όχι.
Δυστυχώς στη χώρα μας, η απάντηση στο ερώτημα του πως άλλαξε το ποδόσφαιρο στην Αγγλία, δίνεται με δυο λέξεις: Μάργκαρετ Θάτσερ. Και εκεί τελειώνει ο προβληματισμός και η συζήτηση. Όμως δεν είναι έτσι. Ας περιγράψουμε ακριβώς τα γεγονότα, τα οποία έτυχε τότε να παρακολουθήσουμε και να γνωρίσουμε από πολύ κοντά.
Η παρακμή του Αγγλικού ποδοσφαίρου που είχε ξεκινήσει το 1980, κορυφώθηκε σαν τραγωδία το 1995. Μια χρονιά στην οποία τρία δραματικά γεγονότα είχαν ξεχειλίσει το ποτήρι της ανοχής.
Το πρώτο συμβάν ήταν στον ποδοσφαιρικό αγώνα ανάμεσα στη Λούτον και τη Μίλγουολ στις 13 Μαρτίου 1985. Οι ταραχές ξεκίνησαν όταν εκατοντάδες οπαδοί της Μίλγουολ που μπήκαν στο γήπεδο κατά τη διάρκεια του αγώνα, συνεπλάκησαν με τους αντίστοιχους της Λούτον με την ένταση να είναι τόσο μεγάλη, που τα επεισόδια γενικεύτηκαν και επεκτάθηκαν σε ολόκληρη την πόλη, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό 47 ατόμων, εκ των οποίων οι 33 ήταν αστυνομικοί.
Ας σημειωθεί ότι τα μέτρα που ακολούθως υιοθέτησε η Λούτον, όπως η απαγόρευση παρακολούθησης των αγώνων σε φιλάθλους των φιλοξενούμενων ομάδων και η τοποθέτηση διαχωριστικών κιγκλιδωμάτων, θεωρήθηκαν απαράδεκτα από την ομοσπονδία ποδοσφαίρου, οδηγώντας στην αποβολή της ομάδας από τη διοργάνωση.
Σαν απάντηση στο συμβάν, η κυβέρνηση της Μάργκαρετ Θάτσερ είχε νομοθετήσει την κάρτα μέλους για τους φίλαθλους της κάθε ομάδας, καθώς και την τοποθέτηση καμερών και κλειστών συστημάτων παρακολούθησης στα γήπεδα.
Το δεύτερο τραγικό γεγονός του 2015 ήταν αυτό της πυρκαγιάς που είχε ξεσπάσει στις 11 Μαΐου στον αγώνα Μπράντφορντ Σίτι - Λίνφιλντ, στο γήπεδο της πρώτης. Ο αγώνας είχε πανηγυρικό χαρακτήρα, αφού η Μπράντφορντ, κατακτούσε τον τίτλο του πρωταθλητή της Γ’ κατηγορίας και θα ανέβαινε στη Β’ κατηγορία. Η πυρκαγιά στην ξύλινη κερκίδα του γηπέδου της Μπράντφορντ το περίφημο «Valley Parade» που είχε κατασκευαστεί από ξύλο το 1886, οδήγησε στον θάνατο 56 φίλαθλους.
Το τρίτο και γνωστότερο συμβάν ήταν αυτό στο γήπεδο Χέιζελ στις 30 Μαΐου 1985. Η Λίβερπουλ έχοντας αποκλείσει στους ημιτελικούς αγώνες, την ομολογουμένως εκπληκτική ομάδα του Παναθηναϊκού, αντιμετώπιζε στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών την ιταλική Γιουβέντους. Τότε εκατοντάδες μεθυσμένοι οπαδοί της αγγλικής ομάδας είχαν σπάσει ένα διαχωριστικό κιγκλίδωμα και είχαν επιτεθεί στους Ιταλούς φιλάθλους. Οι Ιταλοί πιεζόμενοι, είχαν στριμωχτεί σε ένα στηθαίο, το οποίο είχε καταρρεύσει με αποτέλεσμα τον θάνατο 39 φιλάθλων και τον τραυματισμό άλλων 600.
Την επόμενη ημέρα η Μάργκαρετ Θάτσερ είχε ζητήσει από την Αγγλική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία Αγγλίας, τη γνωστή FA (The Football Association) να αποχωρήσει οικειοθελώς από τα κύπελλα Ευρώπης. Αίτημα το οποίο δεν έγινε δεκτό.
Στις 2 Ιουνίου του 1985, η UEFA ανακοίνωνε την τιμωρία και τον αποκλεισμό των Αγγλικών ομάδων από όλες τις Ευρωπαϊκές διοργανώσεις για μια πενταετία. Ενώ για τη Λίβερπουλ επιβλήθηκε αρχικά ο «επ' αόριστον» αποκλεισμός, ο οποίος μετατράπηκε ακολούθως σε εξαετή απαγόρευση συμμετοχής. Η Μάργκαρετ Θάτσερ είχε υποστηρίξει πλήρως αυτήν την απόφαση. Όμως παρά τις προσπάθειες της, ούτε το σύστημα καταγραφής των φιλάθλων προχώρησε, ούτε οι νέοι αυστηροί κανόνες ασφάλειας εφαρμόστηκαν.
Έτσι φτάσαμε στις 15 Απριλίου 1989, στον ποδοσφαιρικό αγώνα ανάμεσα στη Λίβερπουλ και τη Νότιγχαμ Φόρεστ, στο Χίλσμπορο του Σέφιλντ. Οι περίπου 2.000 οπαδοί της Λίβερπουλ που είχαν μείνει εκτός γηπέδου, στην προσπάθεια τους να εισχωρήσουν στο γήπεδο, έσπρωχναν τους φιλάθλους που ήδη βρίσκονταν στις κερκίδες, προς ένα σιδερένιο κιγκλίδωμα. Το αποτέλεσμα ήταν να σκοτωθούν 96 άτομα.
Το έναυσμα για την αλλαγή της πορείας του αγγλικού ποδοσφαίρου δόθηκε από τις εκθέσεις του Δικαστή Πίτερ Τέιλορ που είχε αναλάβει την έρευνα για την τραγωδία του Χίλσμπορο. Στις εκθέσεις του πρότεινε να καταργηθούν οι θέσεις ορθίων που υπήρχαν στα πέταλα των γηπέδων, να απομακρυνθούν τα κάγκελα, να αλλάξουν όλοι οι κανόνες ασφαλείας, να αλλάξει το προφίλ των φιλάθλων που προσέρχονται για να παρακολουθήσουν τους ποδοσφαιρικούς αγώνες, να απομακρυνθεί η βία από τα γήπεδα, να τερματιστεί η παρουσία αστυνομικών δυνάμεων στις κερκίδες, να δημιουργηθούν λέσχες φιλάθλων που να ελέγχονται από τις ίδιες τις ομάδες και να τοποθετηθούν περισσότερες κάμερες ασφαλείας.
Μια ακόμα πρωτοποριακή για την εποχή πρόταση, ήταν αυτή που υποχρέωνε κάθε οπαδό που δημιουργούσε πρόβλημα στις κερκίδες, όχι μόνο να αποκλείεται για δύο χρόνια από την είσοδο του στο γήπεδο, αλλά επιπλέον κατά τη διάρκεια του ποδοσφαιρικού αγώνα της αγαπημένης του ομάδας, να πρέπει να εμφανίζεται στο αστυνομικό τμήμα της γειτονιάς του, με αποτέλεσμα να χάνει ακόμα και την τηλεοπτική παρακολούθηση της ομάδας του. Ο Δικαστής Πίτερ Τέιλορ διετέλεσε επικεφαλής του ανώτατου δικαστηρίου της Αγγλίας από το 1992 έως το 1996.
Στο αυριανό άρθρο θα δούμε τα βήματα που οδήγησαν στη σημερινή θαυμαστή εικόνα του αγγλικού πρωταθλήματος που καθηλώνει εκατοντάδες χιλιάδες φίλαθλους στα γήπεδα και εκατομμύρια ποδοσφαιρόφιλους στους τηλεοπτικούς δέκτες τους. Ενός πρωταθλήματος που αποτελεί πηγή διασκέδασης και χαράς, και όχι βίας και εγκληματικής παραβατικότητας.