Για τον Χένρυ Κίσιντζερ έχουν γραφεί και έχουν ειπωθεί πολλά, από τα πιο αρνητικά, μέχρι τα πιο θετικά. Όποια γνώμη και να έχει σχηματίσει ο καθένας μας για τον πολιτικό που είχε διατελέσει υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, την περίοδο 1973 - 1977, δεν μπορεί παρά να έχει την καλύτερη εικόνα για τα συγγράμματα που είχε γράψει.
Το βιβλίο «Διπλωματία», που την ελληνική του έκδοση είχε προλογίσει ο πρώην υφυπουργός Εξωτερικών, Γιάννος Κρανιδιώτης, είναι εξαντλημένο εδώ και πολλά χρόνια. Σε αυτό το βιβλίο ο Κίσιντζερ, διέσχισε πάνω από τρεις αιώνες ιστορίας από τον Καρδινάλιο Ρισελιέ μέχρι τη Νέα Παγκόσμια Τάξη, περιγράφοντας τους τρόπους με τους οποίους η τέχνη της διπλωματίας και η ισορροπία των δυνάμεων έχουν δημιουργήσει τον κόσμο στον οποίο ζούμε σήμερα.
Τρία είναι τα σημεία του βιβλίου, που κατά τη γνώμη μου, πρέπει να αφήσουν ένα ενδιαφέρον αποτύπωμα στη σκέψη μας. Στο πρώτο κεφάλαιο, ο Κίσιντζερ αναφέρεται στους αναλυτές και τους πολιτικούς. Οι αναλυτές αναλύουν τη λειτουργία των διεθνών συστημάτων και οι πολιτικοί τα οικοδομούν. Και υπάρχει μια τεράστια διαφορά ανάμεσα στην οπτική γωνία ενός αναλυτή και ενός πολιτικού.
Ο αναλυτής μπορεί να επιλέξει το πρόβλημα που θέλει να μελετήσει, ενώ ο πολιτικός δεν μπορεί να επιλέξει τα προβλήματα με τα οποία θα ασχοληθεί, αφού αυτά απλά του επιβάλλονται από την πραγματικότητα.
Ο αναλυτής μπορεί να διαθέσει το χρόνο που χρειάζεται για να φτάσει σε ένα σαφές συμπέρασμα. Αντίθετα, η μεγαλύτερη πρόκληση για έναν πολιτικό είναι η πίεση του χρόνου.
Ο αναλυτής δεν διατρέχει κινδύνους. Σε περίπτωση που αποδειχθεί ότι έχει βγάλει λανθασμένα συμπεράσματα, απλά θα γράψει μια άλλη ανάλυση. Ο πολιτικός, όμως, μπορεί να μαντέψει μόνο μια φορά. Τα λάθη του είναι αμετάκλητα.
Ο αναλυτής έχει στη διάθεση του όλα τα στοιχεία και θα κριθεί για τις διανοητικές του ικανότητες. Ο πολιτικός πρέπει να ενεργήσει βάσει εκτιμήσεων που δεν μπορούν να αποδειχθούν τη στιγμή που τις κάνει. Η ιστορία θα τον κρίνει με βάση το πόσο σοφά χειρίστηκε στην αναπότρεπτη αλλαγή και πάνω απ’ όλα πως θα διατηρήσει την ειρήνη. Γι’ αυτό η μελέτη του τρόπου με τον οποίο έχουν χειριστεί οι πολιτικοί το πρόβλημα της παγκόσμιας τάξης –τι πέτυχε ή απέτυχε και γιατί– δεν είναι το τέλος της κατανόησης της σύγχρονης διπλωματίας, αλλά η αρχή της.
Το δεύτερο σημείο είναι εκεί που ο συγγραφέας, περιγράφοντας στο βιβλίο του το πέρασμα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής από τον απομονωτισμό, στη συμμετοχή της στα παγκόσμια δρώμενα, εστιάζει στις διαφορετικές απόψεις που διατύπωναν ο πρόεδρος Ρούζβελτ και ο πρόεδρος Ουίλσον.
Ο Ρούζβελτ υπήρξε ένας απαιτητικός αναλυτής της ισορροπίας των δυνάμεων, ειδικά μετά την κατάρρευση του διεθνούς συστήματος που είχε σαν κέντρο την Ευρώπη. Επέμενε στο διεθνή ρόλο των ΗΠΑ, επειδή αυτό ακριβώς απαιτούσε το εθνικό συμφέρον της Αμερικής και επειδή η διεθνής ισορροπία των δυνάμεων ήταν γι’ αυτόν αδιανόητη χωρίς τη συμμετοχή της Αμερικής.
Αντίθετα, για τον Ουίλσον, η αιτιολογία του διεθνούς ρόλου των ΗΠΑ, ήταν μεσσιανικού χαρακτήρα, με την ίδια την Αμερική να αναλαμβάνει τον ρόλο του Μεσσία. Σύμφωνα με τον Ουίλσον, η Αμερική δεν είχε υποχρέωση να διατηρήσει την ισορροπία των δυνάμεων, αλλά να διαδώσει τις αρχές της σε όλον τον κόσμο. Και η αλήθεια είναι ότι κατά τη διάρκεια της προεδρίας του οι ΗΠΑ αναδύθηκαν ως ο βασικός παίκτης στις διεθνείς υποθέσεις, διακηρύσσοντας αρχές οι οποίες ενώ αποτελούσαν κοινό τόπο στον αμερικανικό τρόπο σκέψης, στους διπλωμάτες του παλαιού κόσμου, φάνταζαν σαν επαναστατική εκτροπή.
Το τρίτο ενδιαφέρον σημείο, είναι η εποχή μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, όπου ο Κίσιντζερ εντοπίζει την απουσία μιας βασικής ιδεολογικής και στρατηγικής απειλής, η οποία αφήνει ελεύθερα τα έθνη να ακολουθήσουν εξωτερικές πολιτικές που βασίζονται ολοένα και περισσότερο στα άμεσα εθνικά τους προβλήματα. Ενώ την ίδια στιγμή οι προεδρίες Μπους και Κλίντον, επιδίωκαν τη διεύρυνση της δημοκρατίας, την αύξηση της ευημερίας, την εξάπλωση της συνεργασίας και τη σταθεροποίηση της ειρήνης ανά τον κόσμο.
Είναι η εποχή της προσπάθειας να μπει όλος ο κόσμος στο καλούπι της δημοκρατίας των ΗΠΑ. Είναι ο πειρασμός της ανάπλασης του διεθνούς περιβάλλοντος κατ’ εικόνα και κατ’ ομοίωση της Αμερικής. Ωστόσο, αυτό είναι δύσκολο σε ένα κόσμο με διαφορετικούς πολιτισμούς και διαφορετικές αξίες. Σε έναν κόσμο που από τη μια πλευρά θαυμάζει και φθονεί την Αμερική και από την άλλη την απορρίπτει και τη φοβάται. Σε έναν κόσμο που έχει ανάγκη την Αμερική, αλλά δεν τη θέλει και πολύ κοντά του. Κάτι που βλέπουμε καθημερινά.
Στο τέλος του βιβλίου «Διπλωματία» ο Χένρυ Κίσιντζερ εκτιμά ότι οι στόχοι της Αμερικής –ειρήνη, σταθερότητα, πρόοδος και ελευθερία για την ανθρωπότητα– θα πρέπει να αναζητηθούν σε ένα ταξίδι δίχως τέλος. Και σαν επίρρωση αυτού του μηνύματος, αναφέρεται στην ισπανική παροιμία που λέει: «Οδοιπόρε δεν υπάρχουν δρόμοι. Θα τους φτιάξεις εσύ ο ίδιος με το περπάτημα σου».