Ο θάνατος του Κώστα Σημίτη έκανε την πολιτική ζωή φτωχότερη.
Η ζωή όμως προχωρά και στον απόηχο του θανάτου του, μπαίνουμε από αύριο σε μια ενδιαφέρουσα πολιτικά εβδομάδα με την αναμενόμενη πρόταση του Κυριάκου Μητσοτάκη για την/τον υποψήφιο Προέδρο της Δημοκρατίας.
Είναι η τελευταία εκκρεμότητα μετά από την οποία η παρούσα κυβέρνηση θα έχει 2,5 περίπου χρόνια καθαρού πολιτικού χρόνου μέχρι τις εκλογές του ‘27.
Στο μεταξύ το πολιτικό σκηνικό φαίνεται πως αρχίζει σιγά σιγά και ξεκαθαρίζει.
Ο Σύριζα με τον Φάμελλο στο τιμόνι φαίνεται πως ανακόπτει την ελεύθερη πτώση, ο Κασσελάκης κούρασε με την υπερέκθεση, δεν τραβάει και μάλλον είναι θέμα χρόνου να τα παρατήσει και να ασχοληθεί ξανά με τα αστακοκαραβα, το ΠΑΣΟΚ φαίνεται πως έπιασε ταβάνι και δε δείχνει ικανό για κάτι καλύτερο από τα τρέχοντα δημοσκοπικά ποσοστά του που είναι μεν ενθαρρυντικά, σίγουρα όμως δε δημιουργούν ρεύμα νίκης και κυβερνησιμότητας, η Νέα Δημοκρατία σημειώνει άνοδο, έστω και οριακή, και κινείται πάντως σε ποσοστά υψηλότερα από αυτά των ευρωεκλογών.
Η μεγαλύτερη κινητικότητα παρατηρείται στο χώρο της ακροδεξιάς με τη λυσσώδη μάχη ανάμεσα κυρίως στον Βελόπουλο και τη Λατινοπούλου, αν και οι υπόλοιπες παραφυάδες της δε μένουν αμέτοχες.
Η πολυδιάσπαση γενικώς έχει δημιουργήσει ένα δυστοπικό πολιτικό τοπίο με 9 κόμματα στη Βουλή αλλά και 23 ανεξάρτητους βουλευτές, που αμφότερα συνιστούν ρεκόρ στα μεταπολιτευτικά χρονικά. Ένα ρεκόρ όμως για το οποίο δεν είμαστε ακριβώς υπερήφανοι.
Και ο ανταγωνισμός μεταξύ τους λειτουργεί ασφαλώς εναντίον της ποιότητας της πολιτικής και σε τελευταία ανάλυση και εναντίον της ποιότητας τη Δημοκρατίας.
Ένα χτυπητό παράδειγμα ήταν οι πρόσφατες χυδαιότητες της Λατινοπούλου για τον Κώστα Σημίτη, χυδαιότητες στις οποίες επιχείρησε ρελάνς ο Βελόπουλος με την απολύτως εξωπραγματική πρόταση να κληθεί ο Ίλον Μασκ να μιλήσει στη Βουλή που κάποιοι υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό.
Υπάρχει δυστυχώς μια μερίδα της κοινωνίας που πείθεται από αγύρτες αν και το θέμα στην Ελλάδα είναι καθαρά πολιτισμικό.
Δεν είναι σαφές το που θα καταλήξει όλο αυτό με το φούντωμα της αντισυστημικότητας. Και δεν είναι αποκλειστικά ελληνική ιδιαιτερότητα αν δούμε τι γίνεται στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ολλανδία, την Ιταλία, τις ΗΠΑ.
Από την άλλη, έχουμε 2,5 χρόνια μέχρι τις εκλογές και 2,5 χρόνια στην πολιτική είναι αιωνιότητα. Και μέχρι τότε πολλά μπορούν να συμβούν.
Στο αισιόδοξο πάντως σενάριο και όσο επιστρέφουμε στην προμνημονιακή κανονικότητα, οι αντισυστημικές φωνές αναμένεται κάποια στιγμή να σιγάσουν και να γίνουν πολιτικά ασήμαντες. Όπως άλλωστε ήταν πάντοτε στην Ελλάδα με εξαίρεση τα χρόνια της κρίσης όταν και έπεισαν πολύ κόσμο ότι ο γάιδαρος πετάει. Συνέβη τελικά αυτό που κάποιοι υποψιαζόμασταν. Ότι ο γάιδαρος τελικά δεν πετάει. Αλλά μέχρι να το μάθουν και οι υπόλοιποι, το πληρώσαμε όλοι πανάκριβα.
Αν και στην πολιτική οι εξελίξεις σπανίως είναι γραμμικές, ας ελπίσουμε ότι θα συμβεί.
Αρκεί βεβαίως να συμβεί σύντομα και πριν υποσκάψει κι άλλο τα θεμέλια της κοινωνίας.