Το να θες να κάνεις μια στροφή προς τα δεξιά, επειδή αυτό επιτάσσει το διεθνές περιβάλλον ή επειδή φοβάσαι μήπως ανέβει κι άλλο η Λατινοπούλου, ο Βελοπουλος, ο Κάτμαν ή κι εγώ δεν ξέρω ποιος άλλος, είναι ας πούμε θεμιτό και εν μέρει κατανοητό.
Αλλά από πλευράς στρατηγικής και τακτικής πρέπει να είσαι σε θέση να κατανοήσεις λεπτές διακρίσεις και κοινωνικές ισορροπίες.
Ένας πολιτικός που θα κατέβαινε στις εκλογές στην Ελλάδα με αμιγώς δεξιά ή λαϊκοδεξιά ατζέντα, είναι ζήτημα αν θα ’παιρνε 20%.
Συνέβη άλλωστε με τον Σαμαρά στις πρώτες εκλογές του ‘12, έστω κι αν τότε ήταν άλλες εποχές και υπήρχε οργή λόγω των μνημονίων.
Στις μέρες μας, το 40% του ‘19 και το διπλό 41% του ‘23, δεν προέκυψαν ασφαλώς τυχαία αλλά γιατί ενέπνευσες ένα ευρύτερο ακροατήριο από την κεντροδεξιά, μέχρι το Κέντρο και τις παρυφές της κεντροαριστεράς.
Το αν τώρα θέλεις αυτό να το απεμπολήσεις, είναι ασφαλώς δικαίωμά σου.
Αλλά πρέπει να βάλεις στο ζύγι μερικά πράγματα και κυρίως ότι όλες οι ψήφοι δεν είναι ακριβώς ίσης βαρύτητας. Κυνικό μεν αλλά αληθές.
Ο κόσμος του Κέντρου και της εκσυγχρονιστικής κεντροαριστεράς συμβαίνει να είναι το πιο ψαγμένο και το πιο open minded κομμάτι του εκλογικού σώματος και με αυτή την έννοια δεν είναι καθόλου δεδομένος. Και ο κόσμος αυτός δανείζει μεν την ψήφο του αλλά δεν την χαρίζει.
Πρόκειται κατά βάση για ανθρώπους μορφωμένους, επαγγελματικά επιτυχημένους και κοινωνικά επιδραστικούς, κάτι σαν «key opinion leaders», όπως θα έλεγαν οι Αμερικανοί.
Και πρόκειται για ανθρώπους που δίνουν τη λεγόμενη προστιθέμενη πολιτική αξία και δεν είναι ακριβώς ενθουσιασμένοι με τις τελευταίες εξελίξεις.
Το αν μπορεί αυτό το κομμάτι της κοινωνίας να αναπληρωθεί, θα το δείξει ασφαλώς το τελικό ισοζύγιο.
Και θα φανεί στο χειροκρότημα.
Οι εκλογές άλλωστε του ‘27 δεν είναι καθόλου μακριά.