Του Δημήτρη Αμοργιανιώτη*
Την 1/11/2020 ξεκίνησε στη χώρα μας η πολυαναμενόμενη εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Μοντέλου Στόχου για τις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας (EU Target Model), έπειτα από μια αναβολή 1,5 μήνα λόγω περαιτέρω δοκιμών, περίπου μια δεκαετία επίσημων διεργασιών και πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ανεπίσημων συζητήσεων. Παρ’ όλο που η Ελλάδα υπήρξε μια από τις πρώτες χώρες που σχεδίασε, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο, τη δημιουργία ενός χρηματιστηρίου ενέργειας στα πρότυπα άλλων κρατών της Ευρώπης, υπήρξε, δυστυχώς, η τελευταία εντός Ε.Ε. ως προς τον χρόνο εφαρμογής του, ενώ στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα δημιουργήθηκαν χρηματιστήρια ενέργειας στις περισσότερες χώρες της ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής (Ουγγαρία, Σερβία, Βουλγαρία, Κροατία, Σλοβενία κ.α.).
Το Ευρωπαϊκό μοντέλο-στόχος αποτελεί το τελευταίο στάδιο στη μακροχρόνια διαδικασία απελευθέρωσης των ενεργειακών αγορών των κρατών-μελών της Ε.Ε από τα τέως μονοπωλιακά ή ολιγοπωλιακά καθεστώτα που επικρατούσαν σε αυτές κατά τις προηγούμενες δεκαετίες. Η ουσιαστική διαφοροποίησή του υποδείγματος αυτού είναι ότι προδιαγράφει τη λειτουργία συγκεκριμένων οργανωμένων χρηματιστηριακών αγορών (Αγορά Επόμενης Ημέρας, Ενδο-ημερήσια, Αγορά εξισορρόπησης, Προθεσμιακή αγορά), με συμπληρωματική δυνατότητα διενέργειας διμερών συμβάσεων μεταξύ παραγωγών και προμηθευτών, κάτι το οποίο δεν επιτρεπόταν κατά το προηγούμενο μοντέλο της υποχρεωτικής συμμετοχής στον Ημερήσιο Ενεργειακό Προγραμματισμό (για παράδειγμα ένας παραγωγός ή εισαγωγέας ηλεκτρικής ενέργειας ήταν υποχρεωμένος να πουλήσει την προσφερόμενη ενέργειά του στο σύστημα και, υποχρεωτικά πάλι, να την αγοράσει εκ νέου σε περίπτωση που ήθελε να προμηθεύσει τελικούς καταναλωτές ή να πραγματοποιήσει εξαγωγές).
Ουσιαστικά, οι νέες αγορές του Target Model προσφέρουν πλέον στους συμμετέχοντες πολύ περισσότερες δυνατότητες διαχείρισης και βελτιστοποίησης του ενεργειακού τους χαρτοφυλακίου καθώς και αυξημένη ρευστότητα συναλλαγών, με απώτερο στόχο την αύξηση του ανταγωνισμού, τόσο στη χονδρεμπορική όσο και στη λιανική αγορά, και, εν τέλει, τη μείωση του ενεργειακού κόστους για τους καταναλωτές.
Τα πρώτα συμπεράσματα από την εφαρμογή του νέου υποδείγματος στην Ελληνική αγορά, κατά το πλήρες τετράμηνο Νοεμβρίου 2020-Φεβρουαρίου 2021, υπήρξαν αμφιλεγόμενα. Ενώ στην κύρια αγορά παρατηρήθηκε μια σχετικά ομαλή μετάβαση, διαπιστώθηκαν σημαντικά προβλήματα στην αγορά εξισορρόπησης - την πιο βραχυπρόθεσμη από τις τρεις ημερήσιες αγορές. Συγκεκριμένα, το συνολικό κόστος εξισορρόπησης του συστήματος εκτινάχθηκε σε επίπεδα πολλαπλάσια του αντίστοιχου κόστους που διαμορφωνόταν από τον προηγούμενο μηχανισμό, απειλώντας άμεσα τη σταθερότητα της αγοράς ενέργειας και διαμορφώνοντας μια δυστοπική προοπτική μετακύλισης ενός δυσθεώρητου κόστους στην Ελληνική οικονομία και κοινωνία.
Το ιδιαίτερα ανησυχητικό αυτό φαινόμενο προκλήθηκε από έναν συνδυασμό πολλών παραγόντων, ήτοι, της απελευθέρωσης των τιμών προσφορών εκ μέρους των παραγωγών που παρέχουν υπηρεσίες εξισορρόπησης (σε επίπεδα έως και 100 φορές υψηλότερα του πραγματικού μεταβλητού κόστους των μονάδων τους), της ύπαρξης πολύ χαμηλού επιπέδου ανταγωνισμού (καθώς μόνο τρεις επιχειρηματικοί όμιλοι μπορούσαν να προσφέρουν ενέργεια σε αυτήν την αγορά), τεχνικών αστοχιών στον αλγόριθμο του Διαχειριστή Συστήματος που επέτρεπαν την υποβολή αντιοικονομικών προσφορών, καθώς και δομικών ανεπαρκειών όπως η συμφόρηση του δικτύου Υψηλής Τάσης στην περιοχή της Πελοποννήσου και η μικρή διασυνδετική ισχύς μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας από άλλες χώρες.
Αντιλαμβανόμενη το μέγεθος και τις δυνητικές επιπτώσεις της κατάστασης, η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Υπουργείο Ενέργειας, προέβη άμεσα σε ενέργειες, με στόχο να συγκρατηθεί η άνοδος του χονδρεμπορικού κόστους και κατ’ επέκταση του ύψους των λογαριασμών των καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας. Συγκεκριμένα, με την απόφαση 54/2021, έθεσε κατώτατο όριο στις τιμές προσφορών των παραγωγών για καθοδική ενέργεια εξισορρόπησης και επέβαλλε τροποποίηση στον αλγόριθμο ISP η οποία καταργεί τη δυνατότητα υποβολής προσφορών για ποσότητες χαμηλότερες από την τεχνική ελάχιστη ποσότητα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας κάθε σταθμού παραγωγής. Εντούτοις, παρά τη συγκράτηση του κόστους έως ένα βαθμό από την εφαρμογή των εν λόγω μέτρων, το κόστος εξισορρόπησης , παραμένει σε αρκετά υψηλά και μη βιώσιμα επίπεδα και, ως εκ τούτου, εξετάζονται διάφορες περαιτέρω ρυθμιστικές ενέργειες για την εξεύρεση μακροχρόνια αποδοτικών λύσεων στο πολύ σημαντικό αυτό ζήτημα.
Ένα ακόμα πρόβλημα που διαπιστώθηκε από την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του Target Model έως σήμερα, είναι η πολύ χαμηλή ρευστότητα που επικρατεί τόσο στην προθεσμιακή όσο και στην ενδο-ημερήσια αγορά, γεγονός που στην πράξη αναιρεί τα οφέλη που αποδεδειγμένα προκύπτουν από αυτές, όταν λειτουργούν ομαλά. Και εδώ οι αρμόδιες αρχές μελετούν διάφορες ρυθμιστικές και τεχνικές βελτιώσεις οι οποίες θα συμβάλλουν ουσιαστικά στην αύξηση του αριθμού των συμμετεχόντων και του όγκου συναλλαγών σε αυτές. Ειδικότερα, δε, η αύξηση της ρευστότητας στην ενδο-ημερήσια αγορά θα μπορούσε να μειώσει τις σημαντικά τις ανάγκες για εφεδρείες και ενέργεια εξισορρόπησης και, κατά συνέπεια, και το αντίστοιχο κόστος.
Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας μόνο οφέλη έχει να αποκομίσει μελλοντικά από την ορθή και αποτελεσματική λειτουργία του Μοντέλου-Στόχου, όπως έχει καταδειχθεί και από την εφαρμογή του σε άλλες χώρες, με τελικούς αποδέκτες αυτού του οφέλους όλους τους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας – οικιακούς, επιχειρηματικούς και βιομηχανικούς.
* Ο Δημήτρης Αμοργιανιώτης είναι Head of Strategy & Operations της Watt+Volt