Με αρκετό ενδιαφέρον η στήλη παρακολουθεί τη διαπίστωση υπηρεσιακών παραγόντων ότι η Αθήνα αρχίζει να δείχνει σημασία διατήρησης της τουριστικής κίνησης από το εξωτερικό σχεδόν όλο τον χρόνο.
Αυτό οφείλεται, σε ένα βαθμό, στις επιπτώσεις της εμπορικής πολιτικής του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών (ΔΑΑ) που έχουν συνεισφέρει ώστε η Αθήνα να αναδειχθεί ως city break τουριστικός προορισμός. Θυμίζουμε πως αυτό αποτελούσε στόχο πολλών ετών για την πρωτεύουσα.
Σε επίπεδο επιβατών, ήδη για τον μήνα Ιανουάριο ο ΔΑΑ είδε αύξηση της κίνησης κατά 14,5% σε σχέση με το 2024. Στο σύνολο του 2024 μετακινήθηκαν μέσω του αεροδρομίου της Αθήνας 31 εκατ. επιβάτες (+13,1% σε σχέση με το 2023).
Θεωρούμε δεδομένο - και αυτό αντανακλάται και από τις δηλώσεις της διοίκησης - πως αυτά τα νούμερα καθιστούν ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη της έναρξης των εργασιών για επέκταση των εγκαταστάσεων, με αύξηση της δυναμικότητας κατά 30% (από 26 εκατ. στους 33 εκατ. επιβάτες τον χρόνο) μέσω μιας επένδυσης €650 εκατ. με ορίζοντα ολοκλήρωσης το Q4 2028 ή Q1 2029.
Με ρυθμιζόμενη απόδοση (Return on Equity) στο 15% για τις αεροπορικές δραστηριότητες (και εκτιμώμενα έσοδα περί τα €478 εκατ. για το 2024) αλλά και 22 ακόμα χρόνια να απομένουν πριν τη λήξη της σύμβασης παραχώρησης - η οποία ανανεώθηκε το 2019 - ο ΔΑΑ αποτελεί ένα από τα πολλά, την τελευταία εξαετία, παραδείγματα υποδειγματικής συνεργασίας (synergy) μεταξύ μιας αμιγώς ιδιωτικής επιχείρησης και του κράτους το οποίο επωφελείται από τα φορολογικά και λοιπά έσοδα.
Επίσης, δεν πρέπει να παραβλεφθεί και η μελλοντική (περί το 2026-2027) συνεισφορά στην περαιτέρω επέκταση δικτύου του ΔΑΑ και της Aegean, του μεγαλύτερου χρήστη του αεροδρομίου.
Σε ευρύτερο επίπεδο και ειδικότερα το πολιτικό, η δικαίωση της επιλογής της παρούσας κυβέρνησης να συνεχίσει ως αρωγός με μια συστηματική και επίμονη προσπάθεια ανοίγματος (και) της αεροπορικής αγοράς, πάντα με κανόνες, έτσι ώστε το σύνολο της ελληνικής οικονομίας να δρέπει τους καρπούς αυτών των πολιτικών, είναι δεδομένη.
Ας μην ξεχνάμε πως και ο άλλος μεγάλος παίκτης στην ελληνική αγορά, η Fraport, έχει αναδείξει και αναβαθμίσει τα αεροδρόμια που κατέχει (όπως της Θεσσαλονίκης) ενώ με μεγάλο ενδιαφέρον αναμένεται και η ολοκλήρωση και έναρξη λειτουργίας του αεροδρομίου (περί το 2027) στο Καστέλι της Κρήτης με χωρητικότητα 18 εκατ. επιβατών (με παραχωρησιούχο το σχήμα ΓΕΚ Τέρνα - GMR).
Ακόμα και σε επίπεδο γενικής αεροπορίας (όπου η χώρα παρά τις εξαιρετικές καιρικές συνθήκες πάσχει σε υποδομές και ανάπτυξη) διαφαίνεται κινητικότητα με το μεγάλο project της Egnatia Aviation στην Καβάλα.
Είναι ένα ενδεικτικό case study, μέσω της παραχώρησης από το κράτος στην Egnatia του αεροδρομίου του Αμυγδαλεώνα με την αίρεση να γίνουν επενδύσεις (που βρίσκονται σε εξέλιξη με πολλές έχουν ολοκληρωθεί), μια προσπάθεια που ήδη έχει αρκετή επιτυχία.
Πολιτική βούληση και διάθεση συνεργασίας από τις τοπικές κοινωνίες χρειάζεται για να ευοδωθούν τέτοιες προσπάθειες, όχι μόνο στον αεροπορικό τομέα αλλά και στον ευρύτερο τουριστικό χώρο (με τον οποίο η στήλη θα ασχοληθεί σε μεταγενέστερο χρόνο).
Επόμενη στάση στην απελευθέρωση και αναβάθμιση του ελληνικού αεροπορικού προϊόντος είναι η προκήρυξη τον Σεπτέμβριο του 2025 για την ιδιωτικοποίηση 22 κρατικών περιφερειακών αεροδρομίων και η υπογραφή της σύμβασης παραχώρησης (μετά από διαγωνιστική διαδικασία) του αεροδρομίου Καλαμάτας στη Fraport και τους Delta Airport Investments S.A. (όμιλος Κοπελούζου) και Pileas S.A. (όμιλος Κωνσταντακόπουλου), σχήμα που κέρδισε τον διαγωνισμό.
Ο ελληνικός τουρισμός έχει ανάγκη από τέτοια success stories.