Ο πληθωρισμός είναι μια ασθένεια του νομίσματος. Όσο ανεβαίνει, τόσο το νόμισμα εξασθενεί.
Η ακρίβεια όμως είναι διαφορετικό θέμα. Πάντοτε είχαμε μια κάποια ακρίβεια. Ή, για να είμαι ακριβής, κατά περιόδους είχαμε ακόμη μεγαλύτερη ακρίβεια.
Πάντοτε το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων στις μεγάλες οικονομίες αγόραζαν «φθηνότερα» σειρά αγαθών που και εμείς θέλαμε να έχουμε τη δυνατότητα να αποκτήσουμε.
Υπήρχαν όμως αντικειμενικοί λόγοι. Για παράδειγμα, στη δεκαετία του ’80, τα εισαγόμενα αγαθά ήσαν πανάκριβα, είτε γιατί τα έφερναν λιγοστοί «εισαγωγείς», είτε γιατί επιβαρύνοντο με ειδικά τελωνειακά τέλη.
Θυμάται άραγε κανείς πόσο μειώθηκε η τιμή πάμπολλων αγαθών όταν, από τις αρχές του 1993 καταργήθηκαν οι δασμοί, τους οποίους με συνεχείς εξαιρέσεις κρατούσε η Ελλάδα μετά το ’81;
Εκείνες τις δύο δεκαετίες, του ’80 και του ’90 εμπεδώθηκαν όλες οι κακές, κάκιστες, συνήθειες της ελληνικής χονδρεμπορικής αγοράς. Όχι τυχαία. Είχε γίνει «άριστη» προεργασία. Καθόλου τυχαία, ένα από τα καλύτερα «επαγγέλματα» ήταν αι «εισαγωγαί-εξαγωγαί». Το έχει καταγράψει περίτεχνα το ασπρόμαυρο ελληνικό σινεμά.
Επί μια εικοσαετία η Ελλάδα εισήλθε αργά και βασανιστικά στην εποχή της παγκοσμιοποίησης χωρίς να επιχειρήσει τις τόσο απαραίτητες μεταρρυθμίσεις.
Το «αργά» μας κόστισε πανάκριβα. Εδωσε χρόνο να καθιερωθούν στρεβλωτικές πρακτικές στην αγορά, σχέσεις συνυπευθυνότητας μεταξύ εμπορίου και κρατικών υπηρεσιών.
Το «βασανιστικά» μας κόστισε ακόμη χειρότερα. Εμποδίσαμε, με νύχια και δόντια, κάθε πρόοδο που έπρεπε να έχει γίνει στην αγορά των καταναλωτών.
Παράδειγμα: ακόμη σήμερα, τα πρατήρια βενζίνης είναι οικογενειακές επιχειρήσεις και ευγενέστατοι (αν και όχι πάντοτε…) εργαζόμενοι εξυπηρετούν τους πελάτες. Στις μεγάλες (και μικρότερες) οικονομίες της Ευρώπης, όπως και στην Αμερική και αλλού στον κόσμο, τα πρατήρια είναι self service.
Στις ίδιες αυτές χώρες τα μεγάλα σούπερ μάρκετ προσφέρουν πρατήριο με καλύτερες τιμές και ασφαλές καύσιμο. Ηταν ένα από τα μέτρα της εποχής των μνημονίων (το περίφημο toolkit του ΟΟΣΑ). Υπήρχαν και πολλά ακόμη τεχνικά μέτρα που βοηθούσαν τους καταναλωτές.
Αρνηθήκαμε και ακόμη αρνούμαστε να εφαρμόσουμε τα περισσότερα από όλα αυτά τα έξυπνα μέτρα.
Βλάκες είναι οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί που το έχουν κάνει εδώ και πολλά πολλά χρόνια;
Δεν διαφωνώ με την πρωτοβουλία του πρωθυπουργού όπως την περιγράφει στην επιστολή του προς την Επιτροπή και την κυρία Φον ντερ Λάιεν. Δίκιο έχει σε όλα όσα λέει. Κυρίως γιατί η Επιτροπή δεν κουνά τον πισινό της όταν πέφτει πάνω σε «λαβράκι». Συνήθως γιατί τα μεγάλα κράτη έχουν τρόπους να μαζεύουν την θρασύτητα των πολυεθνικών. Ενώ τα μικρότερα με την πρώτη ευκαιρία, όπως αυτή που έδωσε ο πληθωριστικός πυρετός της πανδημίας και του πολέμου, γίνονται θύματά τους.
Είναι όμως, η επιστολή Μητσοτάκη, μάλλον θεωρητικού ενδιαφέροντος, για τα γούστα μου.
Η έρευνα της Κομισιόν για τα «ταχέως διακινούμενα αγαθά» σημείωνε, ήδη από το 2020, ως συνέχεια τής από το 2018 πρωτοβουλίας για «Ένα ευρωπαϊκό λιανεμπόριο κατάλληλο για τον 21ο αιώνα», ότι αν όλες οι εισαγωγές γινόντουσαν από το φθηνότερο σημείο παραγωγής εκάστης πολυεθνικής εταιρείας, οι Ευρωπαίοι καταναλωτές θα γλίτωναν το ποσό των 14,1 δισεκατομμυρίων στα έτοιμα τρόφιμα, το οποίο αναλογεί στο 3,5% της σχετικής καταναλωτικής δαπάνης.
Σπουδαία όλα αυτά, αλλά η ελληνική κυβέρνηση έχει την ευκαιρία να προχωρήσει σειρά μέτρων που θα αυξήσουν τη διαφάνεια και τις ανταγωνιστικές τιμές.
Πρέπει οι επιτελείς της, ιδίως τα παραγωγικά λεγόμενα υπουργεία, να ξαναδιαβάσουν τις εκθέσεις που προηγούντο, τα περίφημα «προαπαιτούμενα», κάθε δόσης των δανείων διάσωσης, προκειμένου να δώσουν το Ο.Κ. τα κράτη μέλη για την ομαλή συνέχιση του προγράμματος δανεισμού.
Σε κάθε περίπτωση, η ορθή πρωτοβουλία του πρωθυπουργού θα έπρεπε να έχει την υποστήριξη και των άλλων κομμάτων. Αντιθέτως, αναλύθηκαν σε ανόητες δήθεν αντιπολιτευτικές οιμωγές οι οποίες δεν αξίζουν τίποτε, ούτε καν με προεκλογικά κριτήρια.
Για να κλείσουμε όπως ξεκινήσαμε.
Ο πληθωρισμός δεν έχει πλήρως νικηθεί. Το ξέρουν πολύ καλά οι κεντρικές τράπεζες, ευθύνη των οποίων είναι η ολοκληρωτική νίκη επί των πληθωριστικών πιέσεων που ασκούνται στο ευρώ και τα άλλα μεγάλα νομίσματα.
Έχει όμως τιθασευθεί. Ένας πληθωρισμός γύρω στο 3%, όπως έχουμε τους τελευταίους μήνες, είναι «σχεδόν νορμάλ» και πολύ συνηθισμένος για την ελληνική οικονομία.
Πριν την είσοδο στο ευρώ ήμασταν πιο πάνω. Μετά το 2000 και μέχρι τη μεγάλη κρίση γυρνούσαμε γύρω στο 3%. Με την κρίση «εξαφανίστηκε» επειδή εξαφανίστηκε μεγάλο μέρος αγοραστικής δύναμης.
Η ακρίβεια, αντιθέτως, είναι ο ανάστροφος καθρέφτης της ελλιπούς παραγωγικότητας, δηλαδή της μεγάλης καθυστέρησης που έχουμε καταγράψει σε παραγωγικές επενδύσεις.
Όσο δεν λύνουμε αυτό το πρόβλημα, τόσο τα εισοδήματα θα είναι μικρότερα και πιο άνισα κατανεμημένα.
Όσο θυμώνουμε με το αποτέλεσμα αλλά κάνουμε πως δεν βλέπουμε την αιτία, τόσο η αντιμετώπιση της ακρίβειας θα παραμένει πρόβλημα αυθεντικά εγχώριο και καθόλου εισαγόμενο. Αρα, δεν λύνεται με επιστολές. Δυστυχώς.