Σημειώστε δύο στοιχεία που θα σας φανούν αδιανόητα ή ψεύτικα ή απλώς λάθος. Στοιχείο πρώτο: 70 στους 100 κατοίκους άνω των 16 ετών αυτής της χώρας «δεν κάπνισε καθόλου» στη διάρκεια του προηγούμενου (ολόκληρου!) έτους 2022. Δεύτερο, για το ίδιο έτος και στις ίδιες ηλικίες, 35 στους 100 «δεν κατανάλωσαν καθόλου αλκοολούχα ποτά».
Επειδή, είμαι σίγουρος, δεν έχετε πειστεί ότι μπορεί τα στοιχεία αυτά να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα γύρω μας, σας προτείνω να κάνουμε μια μικρή ιστορική αναδρομή στην αξία του χρήματος. Σημειώστε ότι ο ακριβέστερος, κατά την οικονομική επιστήμη, τρόπος να μετρούμε την επίπτωση του πληθωρισμού στο νόμισμα που χρησιμοποιουμε είναι η σύγκρισή του με μια αξία για την οποία έχουμε άμεση αντίληψη. Ως τέτοια θα πάρουμε, στο παρόν παράδειγμά μας, την αξία ενός ευρώ του 2022, χρονιά κατά την οποία επέστρεψε ο πληθωρισμός στη ζωή μας και μέχρι σήμερα δε μας έχει εγκαταλείψει. Πάμε λοιπόν…
Το 1960 λοιπόν, 1 δραχμή ισοδυναμούσε με 29 λεπτά. Κάτι λιγότερο από το ένα τρίτο του σημερινού ευρώ. Δέκα χρόνια αργότερα, το 1970 ήταν στα 24 σημερινά λεπτά του ευρώ. Δέκα χρόνια μετά, το 1980, μόνον 6 λεπτά. Δέκα χρόνια αργότερα, το 1990, μόνον 1 λεπτό. Προφανώς, στη διαδρομή αυτή τα εισοδήματά μας άλλαξαν, οι καταναλωτικές μας απαιτήσεις και συνήθειες επίσης. Κυρίως, ο πραγματικός μας «πλούτος» δεν έμεινε ίδιος. Και κυρίως αυτό που πάντοτε μετρά είναι τι αγόραζε μια δραχμή ή τα 29 λεπτά του ευρώ το 1960 και τι αγοράζουν σήμερα τα ίδια 29 λεπτά.
Η συγκριτική αξία του νομίσματος ακολούθησε αυτή τη φθίνουσα πορεία, για δύο λόγους: ο ένας είναι ότι μεσολάβησε μια μακρά περίοδος υψηλού πληθωρισμού και ο δεύτερος ότι χάσαμε, σε σχέση με όσα έκαναν άλλες οικονομίες, σε ανταγωνιστικότητα. Στην πράξη, από την άποψη της ουσιαστικής σημασίας των πραγμάτων, το δεύτερο είναι που ορίζει το πρώτο. Όσο οικονομία και κοινωνία χάνουν σε αποτελεσματικότητα, πάντοτε σε σύγκριση με τους άλλους λαούς αλλά και, δευτερευόντως, σε σύγκριση με τη δική μας πορεία, όσο δηλαδή δεν τρέχουμε γρηγορότερα - γιατί αυτό σημαίνει «πιο ανταγωνιστικοί»- έναντι των υπολοίπων, τόσο το νόμισμά μας μετρά λιγότερο, χάνει δηλαδή την «αξία» του.
Πότε χάσαμε περισσότερο και πότε λιγότερο είναι μια ενδιαφέρουσα ερώτηση και, το σημειώνω αυτό για να μην υπάρχει παρεξήγηση, γιατί τα νομισματικά στοιχεία είναι σημαντικά αλλά «φτωχά» για μια τόσο σπουδαία συζήτηση. Λένε όμως κάτι σημαντικό και, κυρίως, λένε κάτι διαφορετικό από αυτό που θα υποστηρίζαμε σε μια συζήτηση από αυτές που γίνονται συχνά το καλοκαίρι και βρίθουν από μύθους, προκάτ αντιλήψεις και άλλα fake news, που αποσκοπούν, συνήθως να μας αποκοιμήσουν. Ας έχετε λοιπόν τα στοιχεία κατά νου και τα υπόλοιπα μπορούμε να τα συζητήσουμε με την …ησυχία μας, όπως άλλωστε κάνουμε τόσο συχνά όταν αποφεύγουμε την πραγματική πραγματικότητα.
Χάσαμε λοιπόν πολλά στην περίοδο 1967-1975, προφανώς λόγω της στρατιωτικής δικτατορίας, των λαθών της οικονομικής και βιομηχανικής πολιτικής εκείνης της περιόδου και, γενικότερα, της απομόνωσης από την πρόοδο που επέδειξαν τα άλλα δημοκρατκά κράτη. Η δραχμή έχασε τη μισή αξία της, από 25 λεπτά σε 13 λεπτά του σημερινού ευρώ. Στις νοοτροπίες που καθιερώθηκαν κατά τη δικτατορία, κυρίως δηλαδή τον αφόρητο κρατισμό, οι οποίες δεν ανατράπηκαν μήτε γρήγορα, μήτε ριζοσπαστικά και σίγουρα καθόλου «σοσιαλιστικά», χάσαμε κι άλλο δρόμο: μια δραχμή άξιζε το 1981 μόλις 5 λεπτά του σημερινού ευρώ. Προφανώς, ρόλο διαδραμάτισε η διεθνής κρίση αλλά, πάντοτε συγκριτικά, το δυσμενές αποτέλεσμα οφείλεται στον συνδυασμό των δικών υστερήσεων την ώρα που οι περισσότερες δυτικές χώρες υιοθέτησαν πολιτικές ισχυρού ανταγωνισμού. Έτσι, μετά και τη «χρυσή» περίοδο του Ανδρέα Παπανδρέου έμεινε μόλις 1 λεπτό του σημερινού ευρώ.
Παρόλα αυτά όμως, κοιτώντας προς τα πίσω, οι γενιές εκείνες αισθάνονται, σε σχέση με τα προβλήματα που έχουν να αντιμετωπίσουν οι σημερινοί ότι ζούσαν καλύτερα και ότι κατάφεραν περισσότερα. Η εντύπωση αυτή δεν είναι λανθασμένη. Οφείλεται όμως σε όλα τα άλλα, τα πολύ σωστά που έγιναν πριν, δηλαδή τη δεκαετία του ’60 αλλά και σε απανωτές αλλά μικρές περιόδους στις επόμενες δεκαετίες, όταν επικράτησε ορθολογισμός στις πολιτικές επιλογές, κινητοποίηση των κοινωνικών δυνάμεων, αναδιάρθρωση της οικονομίας και του κράτους και, κυρίως, η διάθεση να καλύψουμε την καθυστέρηση και να προλάβουμε τους άλλους. Με δύο λόγια: να γίνουμε καλύτεροι. Αυτό είναι το ζητούμενο σήμερα, όσο βαριά κι αν είναι η ψυχή μας.
Συνέχεια σε ένα επόμενο σημείωμα, περιμένοντας όσα έχει να μας πει ο Κυριάκος Μητσοτάκης από τη Θεσσαλονίκη σε λίγες μέρες.