Ο καλός πελάτης είναι ο ευχαριστημένος πελάτης. Όχι ο… τσουρουφλισμένος.
Εντελώς «ευχαριστημένος» καταναλωτής, στην εποχή μας, της απότομης ανόδου του επιπέδου των τιμών, δεν υπάρχει, βεβαίως.
Όμως, η προσπάθεια που έγινε το 2022, έστω και με τη (χρονική) καθυστέρηση που έγινε, έπιασε τόπο. Τα νοικοκυριά άντεξαν και οι επιχειρήσεις, κυρίως οι μικρότερες, τα έφεραν βόλτα.
Μην ξεχνούμε ότι ενώ μια επιχείρηση έχει σχεδόν πάντοτε τη δυνατότητα να μεταφέρει τα αυξημένα κόστη που της προκύπτουν, στις τιμές που ζητεί από τους πελάτες της, ο καταναλωτής δεν μπορεί να κάνει το ίδιο.
Ο καταναλωτής, ειδικά ο μισθωτός, έχει μικρά περιθώρια αναπροσαρμογής της αμοιβής του.
Δεν συζητά με το «αφεντικό» την αμοιβή του πάνω από μια φορά το έτος. Ακόμη κι όταν προκύψει κάτι έκτακτο, μια έκτακτη αμοιβή παραμένει στη διακριτική ευχέρεια της επιχείρησης.
Ευτυχώς, 7 στις 10 επιχειρήσεις θα αυξήσουν τις αμοιβές τους, όπως δείχνει έρευνα της εξειδικευμένης εταιρείας παροχής υπηρεσιών Ανθρώπινου Δυναμικού Rasndstad.
Γιατί τα λέω όλα αυτά; Γιατί πιστεύω ότι ήταν κακή ιδέα, για να μην πω κάτι περισσότερο, να μη συνεχιστεί, μέχρι και σήμερα αλλά και για το επόμενο χρονικό διάστημα, η μεταβίβαση μέρους των υπερκερδών που προκαλούνται από δυσλειτουργίες της αγοράς ηλεκτρισμού προς τους καταναλωτές.
Βεβαίως, η ΔΕΗ (και σε κάποιο βαθμό ορισμένοι ακόμη από τους προμηθευτές) συγκράτησαν τις τιμές τους, ώστε να μην προκαλείται πανικός στην αγορά καταναλωτών.
Στην πράξη, όταν το κάνει αυτό η ΔΕΗ, εξομαλύνει τις σχέσεις της με το μεγάλο κοινό των καταναλωτών.
Αυτό είναι το δεύτερο σημαντικό ζήτημα για τους μισθωτούς. Αν εκείνοι δεν μπορούν να αναδιαπραγματεύονται τις αμοιβές τους, γιατί να μπορούν να το κάνουν οι πολύ μεγάλες εταιρείες;
Σημειώστε ότι ο μηχανισμός ανακατανομής των έκτακτων κερδών, που προκύπτουν από ανώμαλες μεταβολές στις αγορές ενέργειας, λειτούργησε συνεκτικά μεταξύ των εταιρειών και των πελατών τους. Επιπλέον, ελαχιστοποίησε τη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων και σταθεροποίησε το πολιτικό σύστημα.
Η πρώτη που επωφελήθηκε ήταν η σημερινή κυβέρνηση. Άρα, αυτή πρώτη οφείλει να το σκεφτεί ξανά και να το εφαρμόσει.
Η αφορμή υπάρχει λόγω της αναστάτωσης που έχει ήδη προκληθεί στη λεγόμενη χονδρεμπορική αγορά ενέργειας.
Δεν ξεχνούμε ότι οι καταναλωτές έστερξαν και πλήρωσαν όσα τους ζήτησαν, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, προκειμένου να αναπτυχθούν οι ήπιες μορφές παραγωγής ενέργειας (ΑΠΕ), το περίφημο Ειδικό Τέλος Μείωσης Αερίων Ρύπων (ΕΤΜΕΑΡ).
Η κυβέρνηση χρησιμοποίησε το μεγαλύτερο μέρος εκείνων των ειδικών κρατήσεων για να εξομαλύνει τους λογαριασμούς κατά την περίοδο της εκτόξευσης των τιμών του φυσικού αερίου. Δηλαδή για αλλότριους από τους δηλωμένους σκοπούς, αλλά τουλάχιστον για «καλό σκοπό».
Στο μεταξύ, οι ΑΠΕ αναπτύχθηκαν με εκπληκτικό τρόπο. Τόσο που το σύστημα, κάποιες φορές, δεν μπορεί να της «σηκώσει».
Δεν φταίνε αυτές για την επιτυχία τους.
Ούτε όμως και οι καταναλωτές. Οι οποίοι, περίμεναν και περιμένουν να τους επιστραφεί το σχετικό πλεονέκτημα της φθηνής ενέργειας. Και όχι να υποφέρουν και να συνεχίσουν να πληρώνουν μια ανώμαλη αγορά στην ηλεκτροπαραγωγή.
Ας αποφασίσει λοιπόν η κυβέρνηση ένα παρόμοιο «Ταμείο». Στο οποίο θα τοποθετούνται έκτακτα έσοδα, τα περίφημα windfall profits, όταν προκύπτουν. Αν οι ηλεκτρικές εταιρείες συγκρατούν τις τιμές τους, προφανώς τα έκτακτα έσοδά τους θα μειώνονται κατ' αναλογία.
Οι καταναλωτές πρέπει να «μετακομίσουν» σε σύστημα σταθερών τιμών, τα γνωστά πλέον μπλε τιμολόγια. Όπως συμβαίνει στις περισσότερες άλλες χώρες. Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί αν κάθε ανωμαλία στην ευρωπαϊκή αγορά, μεταφέρεται σε όλο το φάσμα των τιμολογίων καταναλωτή.
Για τους μεγάλους παρόχους ένα παρόμοιο σύστημα θα λειτουργήσει σταθεροποιητικά και εκπαιδευτικά. Αρκεί να εξασφαλισθεί μια αμοιβαίως επωφελή ανακατανομή των ενεργειακών κερδών. Για τον κλάδο, θα είναι μια πολύ χρήσιμη και καλή «επένδυση» των κερδών του.