Ανόητοι αυτόχειρες

Είναι προφανές πως όλα τα της τραγωδίας των Τεμπών πρέπει να διερευνηθούν σε βάθος και πλάτος. Για να γίνει αυτό όμως, και να γίνει με επιτυχία, χρειάζεται ψυχραιμία, χαμηλοί τόνοι και στήριξη όσων ασχολούνται με την προετοιμασία της λαϊκής δίκης.

Η λύτρωση για το κοινό αίσθημα δικαιοσύνης είναι το ανοικτό δικαστήριο. Μόνον εκεί θα εκτεθούν όλα και όλοι, στο φως των νόμων και υπό το αυστηρό βλέμμα των πολιτών. Γι αυτό πρότεινα να διατεθεί, όσο χρειαστεί μια συχνότητα που θα παρακολουθεί, συνεχώς, τη δίκη.

Προφανώς, όμως κάποιοι σκέφτονται διαφορετικά. Δεν είναι οι συγγενείς και όσοι νομικοί και τεχνικοί τους υποστηρίζουν. Σε τελευταία ανάλυση, αυτοί, είναι λογικό να εύχονται -αν όχι όλοι, οι περισσότεροι- να πέσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αφού αυτή τώρα κυβερνά και σε αυτήν φορτώνουν και τον πόνο τους και κάθε ευθύνη.

Όσα όμως διαδραματίζονται στα μέσα εντατικής ενημέρωσης, δηλαδή τα παλαιά ΜΜΕ και τα νεότερα socials είναι μόνον η επιφάνεια. Από κάτω δουλεύουν άλλες δυνάμεις. Υποχθόνιες αυτές, έχουν τους δικούς τους υπολογισμούς. Κυριαρχούνται από την εξυπηρέτηση του εγωιστικού συμφέροντός τους. Αυτοί κάνουν τη δουλειά τους. Και δεν είναι η πρώτη φορά.

Κάθε φορά που «σκάει» ένα μεγάλο γεγονός που μας πληγώνει, συμβαίνουν, λίγο πολύ, τα ίδια και τα ίδια. Κάποιοι, ιδίως εκείνοι που έχουν τα μέσα να επηρεάζουν το μεγάλο κοινό, ρίχνονται στη μάχη. Με μοναδικό σκοπό να αποκαθηλώσουν τον κυβερνήτη. Να έρθουν «οι άλλοι» στα πράγματα.

Και επειδή η Ελλάδα κυβερνάται ως one man show ο πρωθυπουργός είναι αυτός που περιέρχεται σε δυσμένεια. Ιδίως από το συγκεκριμένο κέντρο παραεξουσίας, του οποίου κάποιο «χατήρι» δεν του ικανοποιήθηκε. Αν το συγκεκριμένο κέντρο τα καταφέρει, ο λαός, η περίφημη κοινή γνώμη, ακολουθεί.

Πολύ αργότερα, όταν πλέον κανείς δε θυμάται τι ήταν εκείνο που θα άξιζε μια τόσο δραματική και μεγάλη αναταραχή αλλά και την περιπέτεια στην οποία η χώρα έχει στο μεταξύ περιπέσει, κατανοούμε ότι κάπως αλλιώς έπρεπε να έχουμε συμπεριφερθεί.

Δύο αναφορές -υπάρχουν βεβαίως και άλλες- για να μπείτε στο νόημα: Σκάνδαλο Κοσκωτά και Βατοπεδίου.

Δυστυχώς, αυτή τη φορά, υπάρχουν νεκροί και οι περισσότεροι ήσαν νέα παιδιά. Η συγκίνηση είναι επιβεβλημένη. Η ευκαιρία για την εκμετάλλευση της τραγωδίας τεράστια.

Δυστυχώς, αντί της, εξ αυτού του λόγου, σεμνότητας και αυτοσυγκράτησης που θα έπρεπε να μας διακατέχουν, η δημόσια συζήτηση έχει πάρει καταστροφικό δρόμο. Όχι, χωρίς να έχει γι αυτό ευθύνες ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Όχι, όμως όλες όσες του φορτώνουν.

Γιατί τα όσα διαδραματίζονται έχουν πλέον μεταλλαγεί σε μια ανηλεή πολιτική διαμάχη. Με ζητούμενο να είναι προφανώς η παράδοση της κυβερνητικής εξουσίας.

Απ’ αυτή τη σκοπιά, ο ΣΥΡΙΖΑ τουλάχιστον είναι ειλικρινής. Ζητά ακριβώς αυτό: να πέσει η κυβέρνηση. Τι θέλει όμως ο κ. Ανδρουλάκης; Κανείς δε γνωρίζει με ακρίβεια. Άγεται και φέρεται. Από ποιόν; Δε σκέφτεται πως αυτό το τελευταίο δε θα μείνει για πάντα κρυφό;

Οι κομματικοί στρατοί, που έχουν πλέον αναλάβει τη διεκτραγώδηση των υπό εξέλιξη στοιχείων στην τραγωδία των Τεμπών, επιδίδονται σε ανελέητη πολιτική σύγκρουση. Η οποία έχει ήδη γίνει αυτοσκοπός.

Κανείς από όλους αυτούς δε σκέφτεται ότι συμπεριφερόμαστε, όσοι έχουμε μπει στη θέση της Δικαιοσύνης, ιδιαιτέρως τις τελευταίες εβδομάδες, ως ανόητοι αυτόχειρες.

Γύρω μας ο κόσμος όλος αντιμετωπίζει ζητήματα τεράστιας σημασίας για την επόμενη μέρα. Οι κίνδυνοι είναι και μεγάλοι και, το δυσκολότερο, εντελώς καινούργιοι. Πόσο ανόητοι θα είμαστε αν, αντί να ασχοληθούμε προσεκτικά με όλα αυτά, κλειστούμε στο καβούκι της ανηλεούς αυτομαστίγωσης;

Σε τελευταία ανάλυση, όσες και όποιες και αν είναι οι ευθύνες που επικρέμονται στην κεφαλή του πρωθυπουργού, σίγουρα δεν υπάρχει κανένα τεκμήριο ότι επιτρέπουν την τρομακτική κατηγορία περί συγκάλυψης. Επιπλέον, κανείς από όσους μεταξύ των πολιτικών, με τέτοια ευκολία εκστομίζουν παρόμοια βαριά κατηγορία, δεν είναι σε θέση να αντικαταστήσει τον Μητσοτάκη στη διεύθυνση των πραγμάτων της χώρας.

Το αντιλαμβάνονται, αλλά, όπως είπαμε, κάποιος κινεί τα νήματα της αποσταθεροποίησης και σε αυτόν, αντί της κοινής λογικής αυτοσυντήρησης, υπακούει ένα ολοένα μεγαλύτερο πλήθος πολιτικών της αντιπολίτευσης.