Δεν θα το έχετε ξεχάσει, αλλά ισχύει για όλους και όχι μόνον για την Ελλάδα. Οι προϋπολογισμοί περνούν από σειρά «διαπραγματεύσεων» και εγκρίσεων από τις αρμόδιες υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τους γνωστούς «θεσμούς» των αλησμόνητων Βαρουφάκη/Τσακαλώτου στα πλαίσια της διαδικασίας του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου. Οι «θεσμοί», τώρα δια του αρμόδιου επιτρόπου επί των Οικονομικών Gentiloni, ομού με τον αντιπρόεδρο Dombrovskis εξέδωσαν το σχετικό ρηπόρτ (Ευρωπαϊκό Εξάμηνο) συνοδευμένο από τις κατάλληλες δηλώσεις.
Μπορεί ίσως να σας ενδιαφέρει να γνωρίζετε ότι η Ελλάδα είναι μεταξύ επτά κρατών που είναι «in line», δηλαδή καλώς ευθυγραμμισμένες, με τις κατευθυντήριες γραμμές δημοσιονομικής πειθαρχίας. Τόσο καλά! Εννέα άλλα κράτη δεν είναι εντελώς εντός γραμμής (ανάμεσά τους Γερμανία, Ολλανδία, Αυστρία, που μας τα «ζάλιζαν» όταν υποφέραμε δημοσιονομικώς) και ακόμη τέσσερα κράτη μάλλον δεν θα επιτύχουν την τήρηση των κανόνων: Γαλλία, Βέλγιο, Κροατία, Φινλανδία, με την τελευταία να είναι εκείνη που ζήτησε -και πήρε- εξτρά εγγυήσεις, ένα ολόκληρο υπερταμείο, για να εγκρίνει η Βουλή της τα δάνεια του μνημονίου Τσίπρα.
Βρε πώς αλλάζουν οι καιροί!
Με δύο λόγια, η Ελλάδα, πράττοντας όπως έπραξε όλα τα προηγούμενα χρόνια αλλά και φέτος η κυβέρνηση Μητσοτάκη, δεν αντιμετωπίζει κανένα «κίνδυνο» έκτακτων μέτρων, όπως αυτά που φοβούνται στην κυβέρνηση και καταγγέλλουν κάθε τόσο στην αντιπολίτευση. Αν δεν έχετε ξεχάσει πόσο ακριβά κοστίζουν οι δημοσιονομικές ανοησίες, τις οποίες καθιέρωσε στη μεταπολίτευση το βαθύ ΠΑΣΟΚ, τότε ας δεχτούμε ότι αυτή είναι μια σωστή και σώφρων βάση συζήτησης του Προϋπολογισμού για το επόμενο έτος.
Δεν υπάρχει βεβαίως πραγματικός λόγος να γέρνουμε υπερβολικά στην άλλη πλευρά. Το μόνο που όχι μόνον δικαιολογείται αλλά επιβάλλεται είναι η επίτευξη του στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος. Ο Κωστής Χατζηδάκης διαπραγματεύτηκε και πήρε, κατά τη διαδικασία δημοσιονομικής εποπτείας ,έναν ρεαλιστικό, όχι εύκολο, στόχο και τον έγραψε στην προμετωπίδα: πρωτογενές αποτέλεσμα θετικό ίσο με 5 δις (ή 2,1% του εκτιμώμενου ΑΕΠ-2024), διπλάσιο από τα 2,5 δις. του 2022. Οι αγορές θα είναι τρισευτυχισμένες. Πρόκειται για αντικυκλική, ως προς τον πληθωρισμό και πρακτικά συσταλτική, ως προς τη μεγέθυνση του εθνικού προϊόντος, δημοσιονομική πολιτική.
Ωστόσο, με το ένα χέρι το κράτος θα συνεχίσει να δίνει ενισχύσεις. Στο εισόδημα, τις απολύτως δικαιολογημένες μετά από 14 χρόνια παγώματος στους δημόσιους υπαλλήλους. Τις εξίσου χρήσιμες ενισχύσεις προς τους «ευάλωτους». Τα απαραίτητα κονδύλια για την αντιμετώπιση των καταστροφών.
Με το άλλο όμως θα πάρει πολλά, πάρα πολλά. Τα κρατικά έσοδα είναι το δεύτερο «σπουδαίο» μέγεθος που παρακολουθούν προσεκτικά οι αγορές και εκτιμάται ότι θα ξεπεράσουν τα 63 δις χωρίς να υπολογίζουμε τα έσοδα από τις εξίσου υποχρεωτικές ασφαλιστικές εισφορές που θα ξεπεράσουν τα 50 δις για να φτάσουμε σε ένα «κράτος» μεγαλύτερο των 110 δις ευρώ!
Τρεις είναι οι τροφοδότες του νέου ρεκόρ εσόδων. Πρώτοι, όπως πάντα, οι μισθωτοί, που θα συνεχίσουν να σηκώνουν στους ώμους τους το τεράστιο κράτος. Και γιατί οι αμοιβές τους αυξάνονται, άρα και οι αναλογούντες άμεσοι φόροι και γιατί η φορολόγηση της κατανάλωσης διευρύνεται παράλληλα με την άνοδο των τελικών τιμών.
Η άλλη σοβαρή πηγή πρόσθετων εσόδων είναι η φορολόγηση των αυξημένων επιχειρηματικών κερδών. Το υπουργείο θέλει να σταθεροποιήσει το επίπεδο φορολογίας μετά την εντυπωσιακή φετινή αύξηση κατά 2 δις (ή 37,2%) που αντανακλά τη βελτίωση κερδοφορίας των επιχειρήσεων κατά το τρέχον οικονομικό έτος, μαζί βεβαίως με τις έκτακτες εισφορές στον ενεργειακό κλάδο.
Τρίτη πηγή ενίσχυσης και μικρότερης συμβολής είναι η περιστολή της φοροδιαφυγής. Κύριο ρόλο θα συνεχίσει να διαδραματίζει η εμπέδωση και περαιτέρω διάδοση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, η απαγόρευση απόκτησης ακινήτων με μετρητά, η υποχρεωτική καταχώρηση των τιμολογίων στο MyData και βεβαίως η νέα τεκμαρτή εξομοίωση προς τους μισθωτούς για τα εισοδήματα των επαγγελματιών ανεξαρτήτως νομικού καθεστώτος.
Συνοψίζοντας: τα δημόσια οικονομικά συνεχίζουν στο δρόμο της «σοφίας», που εισέπραξε η πολιτική τάξη, αφού μάτωσε, όλοι εμείς, που πέσαμε πολλές βαθμίδες στο κλιμακοστάσιο της δυτικής ευημερίας, αλλά και η επιχειρηματική δραστηριότητα, που έμεινε πολύ πίσω από τους άλλους δρομείς στον ευρύτερο της χώρας διαγκωνισμό δημιουργίας αξιών.