Όταν ένας υπουργός λέει «αναλαμβάνω τις πολιτικές ευθύνες», τι ακριβώς παραδέχεται;
Πώς καταγράφονται οι «πολιτικές» ευθύνες;
Ένα υπουργός έχει ευθύνες μόνον «πολιτικές» ή μήπως συγκεκριμένες, πρακτικές και, τελικά, εκτελεστικές;
Στη δική μου αντίληψη των συνταγματικών προβλέψεων για την ορθή διακυβέρνηση της Πολιτείας, κάθε ένα μέλος της Εκτελεστικής εξουσίας πρέπει να έχει κυρίως αν όχι αποκλειστικά διαχειριστικές ευθύνες.
Γι' αυτές πρέπει να ελέγχεται. Σε όλες του τις πράξεις και μέχρι τέλους.
Εσωτερικά, εντός του υπουργικού συμβουλίου, από τον Πρωθυπουργό.
Εξωτερικά και επί της ουσίας, από το Κοινοβούλιο. Εκεί εκπροσωπούνται οι πολίτες. Από εκεί εκπορεύεται η εμπιστοσύνη στον σχηματισμό κυβέρνησης. Αυτό παρακολουθεί, μέσω των Επιτροπών της Βουλής το κυβερνητικό έργο.
Τελικά βεβαίως, εφόσον προκύψει αμφισβήτηση ή σύγκρουση με ιδιωτικά συμφέροντα ή κατόπιν εντολής της Βουλής, από τους Δικαστές.
Πλην όμως, από την άλλη, οι ευθύνες δεν μπορούν να πέφτουν εσαεί, χωρίς αντικειμενική κατανομή και ιεράρχηση, χωρίς επαρκή αιτιολόγηση και, τελικά, χωρίς συγκεκριμένο περιεχόμενο στους ώμους των υπουργών. Ούτε μπορεί να διαλύεται η ηθική υπόσταση των πολιτικών από άλλους πολιτικούς γιατί έτσι λένε οι δημοσκοπήσεις.
Για παράδειγμα, τα εκτελεστικά - διοικητικά στελέχη στις Ανώνυμες Εταιρείες απαλλάσσονται των ευθυνών τους σε κάθε ετήσια Γενική Συνέλευση των Μετόχων.
Κατ’ αναλογίαν, οι πολιτικοί που είναι μέλη της Κυβέρνησης θεωρούν ότι απαλλάσσονται από τις πολιτικές τους ευθύνες μέσω της κάλπης των βουλευτικών εκλογών. Το είχε επισημάνει και ο σημερινός Γενικός Γραμματέας του Πρωθυπουργού κ. Κουτνατζής: «Η πολιτική ευθύνη καταλογίζεται εν τέλει από τον λαό, μέσω των βουλευτικών εκλογών».
Είναι ως να παραδεχόμαστε πως δεν υπάρχουν πολιτικές ευθύνες. Είναι ως να αποκαλύπτεται ένα, ακόμη, κατασκεύασμα της πολιτικής και των πολιτικών. Πάντοτε στη γραμμή της ανευθυνότητας, την οποία προτάσσουν κάθε φορά που κάτι πηγαίνει (πολύ) στραβά με το, σημαντικό κατά τα λοιπά, έργο τους.
Άρα, αυτό που μετρά τελικά δεν είναι η πολιτική ευθύνη αλλά η ποινική. Γι' αυτό άλλωστε η πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας εισήγαγε ήδη από την προηγούμενη Βουλή μια σημαντικότατη μεταρρύθμιση.
Αντί η ευθύνη των υπουργών να παραγράφεται σχετικά σύντομα, στα δύο χρόνια της επόμενης κοινοβουλευτικής περιόδου, οι υπουργικές πράξεις μπορούν να διερευνηθούν σε βάθος εικοσαετίας. Με την προϋπόθεση όμως ότι, όπως πάντοτε ίσχυε, θα είναι η Βουλή εκείνη που θα κινήσει τη διαδικασία.
Εδώ προκύπτει το αδιέξοδο. Για να «ανακρίνουν» οι βουλευτές τους πολιτικούς, συνήθως «συναδέλφους βουλευτές» η Βουλή χρειάζεται απόφαση κατά πλειοψηφία για συγκρότηση επιτροπής που θα ανακρίνει τα καταγγελλόμενα.
Πλην όμως από την αρχική Εξεταστική επιτροπή, δεν προέκυψαν προδήλως ποινικές ευθύνες υπουργών για τα Τέμπη αλλά ένα πάνθεον παραλείψεων, καθυστερήσεων και εσφαλμένων εκτιμήσεων, όχι όμως εγκλήματα.
Παρά ταύτα, αν κατ’ ελάχιστον τριάντα βουλευτές πιστεύουν διαφορετικά, δεν έχουν παρά να καταθέσουν σχετική πρόταση ή να απευθυνθούν στη Δικαιοσύνη ώστε και πάλι να φτάσει η υπόθεση στη Βουλή.
Ο αριθμός των βουλευτών υπάρχει. Η πρόταση δυσπιστίας, που συζητήθηκε τις προάλλες, έγινε από πολλούς περισσότερους. Άρα, η αντιπολίτευση, αν το θέλει, μπορεί. Δεν το έχει κάνει όμως ακόμη.
Αντιθέτως,
Ο μεν Κασσελάκης διαβίβασε στον γραμματέα της κοινοβουλευτικής ομάδας της ΝΔ ένα δήθεν «κατηγορητήριο», που δεν είναι παρά απάνθισμα όσων κυκλοφορούν στο διαδίκτυο. Πρόκειται δηλαδή για τυπική Κασσελακιά, μια πράξη άνευ καμίας σημασίας, πλην της επικοινωνιακής, την οποία αξιοποίησε για να ενισχύσει το προσωπικό του προφίλ, όπως κάνει συνήθως.
Ο δε Ανδρουλάκης κατάθεσε αναφορά προς τον Άρειο Πάγο, σχετικά με το ηχογραφημένο υλικό συνομιλιών του μοιραίου σταθμάρχη. «Παλιά ξινά σταφύλια», αφού έπαιξαν για δύο μέρες και πριν έναν χρόνο και ενόσω ο ίδιος πολύ καλά γνωρίζει πως ουδεμία σύνδεση μπορεί να γίνει μεταξύ «μονταζιέρας» και ενδεχόμενης ποινικής ευθύνης Καραμανλή.
Δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά!
Προφανώς, και τα δύο αυτά κόμματα, αντιλαμβάνονται ότι δεν διαθέτουν επαρκή επιχειρήματα για να στείλουν τον Καραμανλή στο εδώλιο.
Η Δημοκρατία δεν δικάζει πολίτες, προφανώς ούτε υπουργούς, για τις υποψίες, εικασίες και τα λογικά άλματα κάποιων άλλων πολιτών ή πολιτικών.
Μένει όμως το κυρίως πολιτικό ζήτημα που δεν φρόντισε η κυβέρνηση τόσον καιρό.
Οι πολίτες που διαμαρτύρονται πρέπει να πειστούν ότι το πολιτικό μας σύστημα διατηρεί ένα ελάχιστο επίπεδο αυτοελέγχου.
Ότι υπάρχουν διαδικασίες που μοιράζουν, δίκαια βεβαίως αλλά και αυστηρά, τις διαχειριστικές ευθύνες που έχουν εκείνοι στους οποίους εμπιστευόμαστε τα κρατικά πράγματα.
Δεν μπορούμε να προσπερνούμε βαρύτατες παραλείψεις επειδή τις βαπτίζουμε «πολιτικές ευθύνες».
Ας σοβαρευτούν όλοι. Το φονικό των Τεμπών δεν είναι καύσιμη ύλη για κομματικούς διαγκωνισμούς. Ο κόσμος εκεί έξω κρίνει την ικανότητα του πολιτειακού μας συστήματος.