Η επιβεβαίωση ότι ο ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού στην Ελλάδα κινείται ταχύτερα κατά περίπου το 1/3 εκείνου του ευρωπληθωρισμού, είναι «κακά νέα».
Πράγματι, η Eurostat επιβεβαίωσε ότι στον τελευταίο μήνα του καλοκαιριού οι τιμές καταναλωτή κινήθηκαν με 3,2% στα καθ’ ημάς έναντι 2,2% για την Eυρωζώνη. Διαφορά μιας ολόκληρης εκατοστιαίας μονάδας είναι πολύ κακή διαφορά.
Προφανώς, ο διαφορικός αυτός πληθωρισμός έρχεται από τον συνδυασμό τριών παραγόντων.
Η εσωτερική ζήτηση παρέμεινε υψηλή, βοηθούσης μιας (ακόμη) καλής χρονιάς τουριστικών εισπράξεων. Αν οι τράπεζες είχαν αποκαταστήσει τις κανονικές γραμμές χρηματοδότησης της οικονομίας, ο πληθωρισμός θα ήταν ακόμη μεγαλύτερος.
Το δημόσιο ταμείο στηρίζει έναν υψηλότερο ρυθμό δαπανών του κράτους από εκείνον που θα επενεργούσε αντιπληθωριστικά. Χειρότερα ακόμη, για να συντηρήσει αυτή την εξέλιξη, κρατά σταθερή (και ενίοτε ενισχύει) τη φορολογική πίεση επί των πάμπολλων μικρότερων και μεσαίων επαγγελματικών και επιχειρηματικών μονάδων.
Ο επιχειρηματικός τομέας περνά στις τιμές του με επιμονή και χαρακτηριστική ευκολία τις πληθωριστικές πιέσεις, δηλαδή στους πελάτες του, νοικοκυριά και άλλες επιχειρήσεις.
Η Ελλάδα θα κλείσει, τον άλλο μήνα, μια τριετία ανοδικών πληθωριστικών πιέσεων. Εξωτερικών, κατά κύριο λόγο, αρχικώς. Εσωτερικών όμως πλέον, όπως δείχνει η σημαντική άνοδος του δείκτη τιμών υπηρεσιών τους τελευταίους μήνες.
Μη ξεχνούμε αυτό που καλά γνωρίζουμε. Η Ελλάδα είναι χώρα υπηρεσιών, άρα όταν το κόστος των υπηρεσιών ανεβαίνει, το άγος του πληθωρισμού βαραίνει. Το χειρότερο είναι πως γνωρίζουμε ότι δεν πρόκειται να γυρίσουμε εκεί από όπου ξεκινήσαμε.
Επιτρέψτε μου να σας κουράσω δι ολίγον με κάποια στοιχεία.
Η Ελληνική Στατιστική «σπάει» τον δείκτη τιμών καταναλωτή με έναν πολύ ενδιαφέροντα τρόπο, σε δείκτη αγαθών, υπηρεσιών και πληθωριστικού πυρήνα.
Όταν εισήλθαμε στην τρέχουσα περίοδο πληθωρισμού, και οι τρεις δείκτες ήσαν στο ίδιο πρακτικά επίπεδο: κοντά στο 100. Σύμπτωση που κάνει ευκολότερο το «μέτρημα» του πληθωρισμού.
Μέχρι τον Απρίλιο 2024, ο δείκτης «αγαθών» είχε πάει στο 123, που δείχνει μια ποσοστιαία αύξηση κατά 23%.
Ο δείκτης υπηρεσιών είχε «μείνει» στο 111, δείχνοντας δηλαδή τον «μισό πληθωρισμό» από εκείνον των αγαθών. Τους τελευταίους μήνες όμως ο πρώτος δείκτης μειώνεται, αργά αλλά σταθερά, ενώ ο δεύτερος μεγαλώνει πολύ ταχύτερα. Με αποτέλεσμα να έχει καλύψει τη μισή απόσταση κατά την οποία είχε μείνει «πίσω».
Όλα αυτά, για να μη σας κουράζω, εξηγούν γιατί η Ελλάδα έχει πληθωρισμό υψηλότερο από την Ευρωζώνη.
Δεν είναι η πρώτη φορά, αλλά κινδυνεύει να είναι πολύ χειρότερη. Από τότε που υιοθετήσαμε το ευρώ (πείτε για ευκολία από το 2000) ο ελληνικός πληθωρισμός έτρεχε με ρυθμό κατά μια μονάδα (συνήθως) ταχύτερα από εκείνον της Ευρωζώνης. Στην περίοδο της μεγάλης κρίσης και λίγο αργότερα συνέβη το αντίθετο, όπως ήταν αναμενόμενο λόγω της ύφεσης και, στη συνέχεια, της πανδημικής κρίσης.
Είναι, πρακτικά, η πρώτη φορά που επιστρέφουμε στο παλιό ελληνικό μοτίβο: παίρνουμε τον πληθωρισμό που μας σερβίρουν οι άλλοι και βάζουμε ένα καπέλο για να καλύψουμε τα δικά μας «έξοδα». Αυτός ήταν ο ελληνικός κανόνας στα «πράσινα χρόνια».
Αν η κατάσταση αυτή δεν αναστραφεί, πράγμα δύσκολο, οι πύλες της κολάσεως, δηλαδή της ακρίβειας, θα μείνουν ανοικτές.
Θα στενάξουμε εμείς, αλλά, πολιτικά, τον «ελληνικό πληθωρισμό» θα τον πληρώσει η κυβέρνηση. Έτσι πάει στις Δημοκρατίες κι όχι αλλιώς…