Το ατόπημα είναι πολύ μεγάλο και εξαιρετικά βαρύ. Και δεν είναι το μόνο. Σερί ατοπημάτων, μέσα σε λίγες ώρες, από την ηγεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν εξηγείται.
Αν κάτι θεωρούσαμε σταθερό ήταν πως ό,τι κι αν συμβαίνει στην, ενίοτε ταραγμένη, πολιτική ζωή του τόπου, η Ιερά Σύνοδος, που διοικεί την Ορθοδοξία στην Ελληνική Επικράτεια, θα παραμένει σημείο γαλήνιας αναφοράς.
Το μέτρο είχε βεβαίως χαθεί και στην υπόθεση με τις αστυνομικές ταυτότητες. Όταν ο μακαριστός Χριστόδουλος, ένας χαρισματικός και εξωστρεφής ιεράρχης, συγκέντρωσε και μαστίγωσε το θρησκευτικό συναίσθημα πλήθους μεγάλου πάνω στην πολύπαθη Πλατεία Συντάγματος.
Ξαφνικά λοιπόν, ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, απορρίπτει την καθιερωμένη πρόσκληση σε γεύμα της Προέδρου της Δημοκρατίας για τον εορτασμό της Κυριακής της Ορθοδοξίας.
Ευγενέστατα η κυρία Σακελλαροπούλου διευκρίνισε πως «Ο Πρόεδρος και τα Μέλη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου είναι πάντα ευπρόσδεκτοι στο Προεδρικό Μέγαρο, παράλληλα όμως είναι σεβαστή και η απόφασή τους ως προς το αν θα αποδεχθούν την πρόσκληση».
Πάμε παρακάτω, δηλαδή.
Ο κ. Ιερώνυμος δεν έμεινε όμως σε αυτή την αγενή και βαθιά αντιθεσμική στάση. Αποφάσισε, ομοθύμως μετά των υπολοίπων ιεραρχών, να μην τελέσει στη Μητρόπολη των Αθηνών τη Θεία Λειτουργία για τη νίκη της Χριστιανοσύνης και το τέλος της «εικονομαχίας» με την αναστήλωση των εικόνων από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα το 842 μΧ.
Η δοξολογία θα είναι privée και θα γίνει στην Ιερά Μονή Ασωμάτων Πετράκη, στο Κολωνάκι, την κοσμική έδρα της Εκκλησίας. Με προφανή στόχο να αποκλειστεί η «προδοτική» πολιτική ηγεσία, προς την οποία, κατά παράδοση, η Εκκλησία στέλνει, τέτοια μέρα, προσκλήσεις συνεορτασμού.
Προφανώς, θα «τιμωρηθεί» και η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, που συμβολίζει την Πολιτεία, η οποία, επίσης κατά την παράδοση, διαβάζει το «Πιστεύω».
Αντ’ αυτής, θα διαβάσει το «Πιστεύω» ο ίδιος ο Ιερώνυμος.
Πρόκειται για μέγα σφάλμα. Χωρίς να το επιθυμεί, υποθέτω, η Εκκλησία ανοίγει, από μόνη της, το ακανθώδες ζήτημα του πλήρους διαχωρισμού των πραγμάτων του Κράτους από εκείνα της Εκκλησίας.
Δεν είναι όσο δύσκολο φαντάζονται οι Αρχιερείς. Θα αρκούσε η αφαίρεση του Τρίτου Άρθρου του Συντάγματος. Δηλαδή η παύση της κοινής καθ’ομολογίαν της εκροσώπησης του Έθνους, αναγνώρισης πως «επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού».
Και, προφανώς, η εκ παραλλήλου αναστολή δεκάδων περιπτώσεων κοινών δεσμών μεταξύ Εκκλησίας και Κράτους. Με χαρακτηριστικότερη την αναγνώριση των ιερέων, ως βαθμοφόρων κρατικών λειτουργών.
Δεν είναι απειλή. Αντιθέτως, ίσως είναι καιρός να αναγνωριστεί η πλήρης και ολοκληρωτική ανεξαρτησία τής από το Σύνταγμα αυτοκέφαλης Εκκλησίας.
Ας μη ξεχνούμε, ότι δεν είναι η μόνη εχθροπαθής ενέργεια της Εκκλησίας, αφότου η Βουλή, κυρίαρχη όπως οφείλει να είναι και είναι, όχι εκκλησιαζόμενη, υπερψήφισε τον γάμο για όλους.
Αν όμως συνεχίσουν ιερείς και, ακόμη χειρότερα, αρχιερείς και αρχιμανδρίτες να υμνούν ονομαστικώς και μετά χειροκροτημάτων βουλευτές που καταψήφισαν τη ρύθμιση ενώ μάλιστα, ταυτοχρόνως, ρίχνουν ανάθεμα σε όσους υπερψήφισαν, τότε ο δρόμος του διχασμού Πολιτείας και Εκκλησίας δεν θα έχει επιστροφή.
Ας ελπίσουμε ότι η θυμωμένη και ανεπίτρεπτη στάση της Ελλαδικής Εκκλησίας δεν θα επαναληφθεί κατά την εορτή του Αγίου Πάσχα.
Ο θυμός δεν αρμόζει στη θρησκεία μας.