Το φάντασμα των πλεονασμάτων

Απίθανη αλλά και τραγελαφική η τρέλα που πουλάει η αντιπολίτευση με το «υπερπλεόνασμα». Παρελαύνουν οι πανελίστες της με το εξής ανόητο: «γιατί μοιράζετε μόνον 1 δισ. αφού περίσσεψαν 11 δισ.;». Πρόκειται για ανακρίβεια, την επαναλαμβάνουν για να κάνουν καριέρα εναλλακτικών. Στοιχειώδης ανάγνωση του σχετικού πίνακα της ΕΛΣΤΑΤ για το έτος 2024 λέει τα ακόλουθα:

Η κεντρική κυβέρνηση (υπουργεία) εμφάνισε πλεόνασμα 2 δισ. Τα τρία προηγούμενα χρόνια είχε ελλείμματα, ύψους 25,4 δισ.εκ. αν τα αθροίσουμε. Δεν απασχολεί τις αντιπολιτεύσεις πώς καλύφθηκαν τα ελλείμματα;

Το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης εμφάνισε πλεόνασμα 1,1 δισ. και τα τρία προηγούμενα χρόνια το σωρευτικό πλεόνασμά του ήταν 5,3 δισ.εκ. Δεν πρέπει να εξηγηθεί πως επηρεάζεται το συνταξιοδοτικό σύστημα από τα παραπανίσια;

Κανένα από αυτά τα ποσά, είτε το περυσινό «πλεόνασμα» είτε τα παλαιότερα ελλείμματα δεν αφορούν άμεσα στην τρέχουσα δυνατότητα του κράτους να ξοδεύσει περισσότερα, όπως και τα τριετή ελλείμματα δεν οδήγησαν το κράτος να περικόψει αναλογικά τις δαπάνες του σε μισθούς, συντάξεις, πληρωμές υγείας, παιδείας ή άμυνας αφού τις αύξησε όλες αυτές και πολλές άλλες ακόμη.

Η πρόσθετη δαπάνη του 1,1 δισ.εκ. που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός προκύπτει από την εκτίμηση, απολύτως ρεαλιστική, του περιθωρίου που δημιουργεί η καλή πορεία της οικονομίας, η αποτελεσματικότητα της φορολογικής διοίκησης και η άνοδος της απασχόλησης, προκειμένου να διευρυνθεί η φετινή συνολική δαπάνη του κράτους. Δεν είναι θέμα δημοσιονομικών περιορισμών των Βρυξελλών (που έχουν τον δικό τους ρόλο) αλλά κοινής λογικής: «βλέπω ότι πάνε καλά τα κρατικά οικονομικά, οι φόροι δηλαδή εισπράττονται με το παραπάνω, άρα μπορώ να πάρω συγκυριακά μέτρα εξισορρόπησης».

Είναι ακόμη πιο γελοίο να θέλουν, όσοι το υποστηρίζουν, να μοιράσουν κάτι που δεν υπάρχει. Στον ίδιο πίνακα της ίδιας ανακοίνωσης αναφέρεται το ποσό των τόκων επί του χρέους, το οποίο ανέρχεται σε 8,2 δισ.εκ. Στοιχειωδώς θα έπρεπε να σκέφτονται, όσοι θέλουν να ξοδέψουν «11 δισ.» ότι πρώτα πληρώνουμε τους τόκους του χρέους γιατί αλλιώς πάμε για χρεωκοπία.

Βεβαίως, όσοι διάβασαν τον προϋπολογισμό για το 2025, όπως τον εισηγήθηκε το υπουργείο Οικονομικών και ψήφισε η Βουλή τον προηγούμενο Δεκέμβριο (Πιν. 4.9, σελ. 202 Εκθεσης), οι πραγματικές πληρωμές τόκων είναι, ευτυχώς, χαμηλότερες λόγω επιτυχημένων swap, πράξεων διαχείρισης του χρέους. Αυτά όμως είναι ψιλά γράμματα και δεν ενδιαφέρουν τον κόσμο, αν και μας γλιτώνουν από κάποιες πολλές δεκάδες εκατομμύρια που διαφορετικά θα πλήρωνε ο φολογούμενος.

Αυτό που πρέπει να ενδιαφέρει και πραγματικά ενδιαφέρει όλους μας είναι κατά πόσον η κυβέρνηση, η σημερινή, βάζει βαρύτερη φορολογία από όση χρειάζεται για να πληρώνονται όσα πρέπει να πληρώνει το κράτος και ταυτόχρονα να μη κινδυνεύει να βουλιάξει όπως συνέβη το 2010, ξανά το 2012 και ξανά το 2015.

Είναι αλήθεια ότι μετά το 2016 και με την εξαίρεση της υπερδιετούς επίπτωσης της πανδημικής κρίσης, το κράτος έχει περισσότερα έσοδα από τις δαπάνες που προϋπολογίζει να πληρώσει. Με σημαντικούς αστερίσκους όμως. Γνωρίζετε πολύ καλά, αφού όλοι σε κάποιο βαθμό συμμετέχουμε σε αυτό, ότι δεν πληρώνουμε ένα σημαντικό μέρος των φόρων μας.

Μισθωτοί, συνταξιούχοι και εισοδηματίες (π.χ. ιδιοκτήτες σπιτιών) δε δηλώνουμε τη δεύτερη δουλειά, την παράπλευρη απασχόληση, το εκτός συμφωνητικού μίσθωμα. Όχι όλοι, αλλά πάρα πολλοί.

Πολλοί πληρώνουμε μετρητά ώστε να μην πληρώσουμε τον ΦΠΑ σε εκατοντάδες εργασίες ή να μπορεί, ενόσω το γνωρίζουμε και το πληρώνουμε, να τον αποκρύπτει ο μικρός και φιλικός μας έμπορος, ο οποίος τον βάζει απευθείας στην τσέπη. Το «κενό ΦΠΑ», όπως αποκαλείται στη γλώσσα των Βρυξελλών, ανερχόταν, την εποχή του τρίτου μνημονίου και κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, το 2017, στο τρομακτικό 1 σε κάθε 3 ευρώ, κοντά στα 6 δισ.εκ. ευρώ κάθε χρόνο. Τώρα έχει μειωθεί γύρω στα 2 δισ.εκ. τον χρόνο σε μια φορολογητέα ύλη πολύ μεγαλύτερη. Δηλαδή αντί το κράτος να χάνει το 30% των εσόδων που θα όφειλε να έχει χωρίς φοροδιαφυγή, υπολογίζεται ότι θα χάνει κάπου μεταξύ 7% και 5%, που είναι και ο μέσος όρος στα κράτη μέλη της Ένωσης. Αν βεβαίως εφαρμοστούν όλα τα μέτρα και αν βεβαίως δε βρεθούν νέοι τρόποι υποκλοπής.

Πάνω από τους μισούς ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους (γιατροί, υδραυλικοί, δικηγόροι, κτίστες, κατασκευαστές, προμηθευτές κ.ά.) προφανώς μάλιστα οι πιο εύποροι, δηλώνουν λιγότερα από τα μισά εισοδήματα με τα οποία ζουν, κινούνται, αποκτούν περιουσία και στηρίζουν τις οικογένειές τους. Μόνον 4,5 χιλιάδες αμφισβήτησαν τον τεκμαρτό φόρο, παρόλο μείωσε εντυπωσιακά ο Χατζηδάκης τα τεκμήρια, μήπως και γλιτώσει κάπως τη μήνιν των ψηφοφόρων.

Όλοι, σχεδόν, οι επιχειρηματίες φορτώνουν με έξοδα την κίνηση του ταμείου «τους» και μειώνουν τα προς διανομή κέρδη παρόλη τη σημαντική μείωση της φορολογίας κερδών. Λιγότερο οι μεγάλες, περισσότερο οι μεσαίες και καθολικώς οι μικρότερες. Θα έπρεπε βεβαίως η φορολογική διοίκηση να έχει βάλει κάποιες νόρμες και κανόνες για τις φορολογικές δαπάνες, αλλά προφανώς... δεν προλαβαίνει!

Με δύο λόγια, και η φοροδιαφυγή παραμένει υψηλή και λεφτά ΔΕΝ υπάρχουν στο κρατικό ταμείο για να κάνουν καριέρα οι πολιτικοί. Κυνηγάμε το φάντασμα των πλεονασμάτων, όταν ακόμη δεν έχουμε βάλει γερά τα πόδια μας πάνω στη Γη. Αν είχαμε σοβαρή αντιπολίτευση και σκεφτεί κανείς τις ελλείψεις σε δημόσιες υποδομές (γέφυρες, δρόμοι, σχολεία), τις καθυστερήσεις πληρωμών του κράτους (αποζημιώσεις καταστροφών) και την ανάγκη βελτίωσης κάποιων κρίσιμων επιδομάτων (π.χ. παιδιού) θα έπρεπε να εναντιώνεται ακόμη και στα δύο μικρά ίσως αλλά χειροπιαστά βοηθήματα στους ενοικιαστές και συνταξιούχους. Ευτυχώς, όμως δεν τολμούν.