Το άνοιγμα μεταξύ όσων εισπράττουμε από τους άλλους και όσων πληρώνουμε σε εκείνους, δηλαδή το τρέχον έλλειμμα με τη διεθνή οικονομία είναι πολύ παλαιό ζήτημα. H επιστροφή αυτού του χρόνιου και διαρθρωτικού προβλήματος πρέπει και σήμερα να μας ανησυχεί και να μας κινητοποιήσει. Όχι εκείνους που κάνουν τη δουλειά τους, αφού άλλωστε δεν έχουν καμία ατομική ευθύνη. Οι παλιότερες «καμπάνιες» αγοράς ελληνικών προϊόντων με ή χωρίς σαμποτάζ των «εισαγομένων», όσο κι αν ακούγονται με συμπάθεια, ήταν πάντοτε ανεδαφικές.
Το πρόβλημα δεν λύνεται ούτε με τα πλεονάσματα που εξασφαλίζει ο τουρισμός, όπως δεν λυνόταν στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 με τα μεταναστευτικά εμβάσματα, δηλαδή τα χρήματα που έστελναν στην πατρίδα όσοι συμπατριώτες μετανάστες δούλευαν στις τότε μεγάλες οικονομίες.
Όταν είχαμε τη δραχμή παίρναμε διεθνή δάνεια, σε δολάριο ή μάρκο κατά κανόνα, και κλείναμε όπως-όπως την τρύπα του ισοζυγίου. Μεγάλες δυνατότητες δανεισμού δεν υπήρχαν, αλλά τις εξαντλούσαμε με κάθε τρόπο, γεγονός που σε κάποιο βαθμό προκάλεσε τη γενιά των προβληματικών επιχειρήσεων που έγινε μεγαλύτερο λόγω της πασοκικής κρατικοποίησής τους και της κατάληψής τους από τα συνδικάτα και την κομματίλα.
Τα πράγματα άλλαξαν αφότου υιοθετήσαμε το ευρώ. Μπορούσαμε πλέον να δανειστούμε στο «δικό μας» νόμισμα και του δώσαμε και κατάλαβε. Υπήρχαν άλλωστε αρκετοί οικονομολόγοι που μας καθησύχαζαν. Λίγοι μόνον, μεταξύ τους ο αείμνηστος Γιώργος Προβόπουλος, ειδικά από τη θέση του Διοικητή της Τραπέζης Ελλάδος, επισήμαιναν τον «κίνδυνο του διπλού ελλείμματος», δημοσιονομικού και εξωτερικού ισοζυγίου, αλλά δεν εισακούσθησαν εγκαίρως.
Με αποτέλεσμα το διεθνές άνοιγμα να πάρει την ανηφόρα. Από το 8% επί του Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ), πήγαμε στο 14,5% το 2009. Το έλλειμμα το φορτώναμε στο κρατικό (και ιδιωτικό) χρέος. Ήταν αυτός ένας βασικός λόγος για τον οποίο οι αγορές έκριναν το 2010, ότι η Ελλάδα δεν ήταν σε θέση να αναχρηματοδοτήσει τα χρέη της και έπρεπε η δημόσια και ιδιωτική κατανάλωση να τεθεί επειγόντως σε καθεστώς αυστηρής λιτότητας. Πράγματι, το εξωτερικό άνοιγμα μειώθηκε στο 1% το 2015 και αυξήθηκε σε 2% το 2019.
Ερχόμαστε στα σημερινά.
Το εξωτερικό άνοιγμα ξεπερνά το 8%. Δεν είναι ακριβώς επικίνδυνο, είναι όμως τετραπλάσιο εκείνου με το οποίο ξεκινήσαμε την επάνοδο στην κανονικότητα. Με την οικονομία να απορροφά συνεχώς νέες κεφαλαιακές μεταβιβάσεις, κυρίως μέσω του μεταπανδημικού ευρωπαϊκού προγράμματος (Ταμείο Ανάκαμψης) και με την τεράστια ανάγκη να κλείσουμε ταχύτατα το επενδυτικό κενό, το άνοιγμα θα μεγαλώσει.
Δεν υπάρχουν «μαγικές» λύσεις. Χρειαζόμαστε περισσότερα ελληνικά και ξένα κεφάλαια που θα «δεσμευτούν» να παράγουν στην Ελλάδα. Θα επενδυθούν δηλαδή, σε υποδομές της βιομηχανίας και ειδικότερα σε κλάδους εξαγωγικούς. Η αύξηση της εθνικής προστιθέμενης αξίας, που υποκαθιστά και αντισταθμίζει σε πραγματικούς όρους τις αθρόες εισαγωγές, επιτυγχάνεται μόνον με έκρηξη της δημιουργικής επιχειρηματικότητας. Μόνον αυτή παράγει διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα και μόνον αυτή στηρίζει την άνοδο των εξαγωγών.
Αν συνεχιστεί το εξωτερικό άνοιγμα, θα λειτουργήσει ως ανάχωμα στη δίκαιη και απαραίτητη αναβάθμιση των εισοδημάτων της μισθωτής εργασίας. Προφανώς, οι κλάδοι που δημιουργούν υπεραξίες που μπορούν να πωληθούν στις διεθνείς αγορές θα πληρώνουν καλύτερα τους εργαζομένους και τους μετόχους τους. Μεγαλώνει όμως αυτό το ρήγμα, μεταξύ εκείνων των τομέων της οικονομίας που είναι παγιδευμένοι στο εσωστρεφές παραγωγικό μοντέλο και πληρώνουν χειρότερα, έναντι των άλλων τομέων, πολύ ολιγότερων, που πληρώνουν τους εργαζομένους τους πολύ καλύτερα, επειδή δημιουργούν σημαντικές υπεραξίες.
Όσο όμως μεγαλώνει το χάσμα στο διεθνές ισοζύγιο, τόσο βαθαίνει ο διχασμός μεταξύ των συνανθρώπων.