Θα μου πείτε, γείτονες είναι και η Ρωσία με την Ουκρανία. Ήσαν και παραμένουν η Γερμανία και η Πολωνία. Η Βόρειος και η Νότια Κορέα. Γείτονες είμαστε κι εμείς: Ελλάδα και Τουρκία. Με τον γείτονα είναι καλύτερα να μιλάς, ειδικά όταν δεν …μιλιέσαι. Γι αυτό υπάρχει η διπλωματία. Δεν αντιλαμβάνομαι γιατί, αφού δεν έχουμε τίποτε να μοιράσουμε, δεν θα μοιραστούμε τη φιλοξενία.
Κι αν πάλι ήρθε μέχρι την Αθήνα ο Ερντογάν γιατί ψάχνει κάτι που θέλει να γίνει δικό του, καλύτερα να το έχει πει, ακόμη κι εδώ, στην Αθήνα, παρά να το πηγαίνουν, οι Τούρκοι του νέο-οθωμανισμού, πέρα-δώθε. Να το διανθίζουν άλλοτε βαυφακαλιζόμενοι με την ιστορική δόξα της Θεσσαλονίκης, άλλοτε να τα περιπλέκουν με τα νησιά και τις νησίδες που φαντασιοκοπούνται ότι θα τα μετατρέψουν γίνουν no man’s land.
Σημασία στις διαφορές και τις διαμάχες, αναπόφευκτες όταν η Ιστορία είναι μακρά και πλούσια, έχει πόσο σαφής και ψύχραιμος παραμένεις σε κάθε στιγμή και σε όλες τις συνθήκες. Ο κ. Ερντογάν μπορεί, όταν βλέπει τα πράγματα από το παλάτι της Άγκυρας, να νομίζει ότι έχει τη δυνατότητα να εκφωνεί «πανηγυρικούς». Ευκαιρία να τα δει, όταν σε λίγες ώρες θα βρεθεί μαζί μας, όπως τα βλέπουν όσοι διοικούν αυτή τη χώρα στα πιο «ταπεινά» αλλά κατάδικά μας κρατικά τοπόσημα.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι κατέχουμε ορισμένα περιουσιακά στοιχεία που κανείς δεν μπορεί ποτέ να αμφισβητήσει δια της βίας. Ιδίως όταν ταυτίζονται με τον εθνικό μας αυτοπροσδιορισμό όχι μόνον στα δικά μας «μάτια» αλλά και για ολόκληρο τον Κόσμο.
Προφανώς η γείτονα πολύ μας ζηλεύει γι αυτό. Είναι αλήθεια ότι η Τουρκία πήρε το δρόμο στραβά όταν απομακρύνθηκε από το ευρωπαϊκό της «όνειρο». Δεν χάσαμε όμως κάτι επειδή τη διευκολύναμε σε εκείνα τα πρώτα, κάποτε ενθουσιώδη αλλά πάντοτε δειλά, ευρωπαϊκά βήματά της.
Όλα ξεκινούν από τότε που η Ελλάδα πέτυχε, δια του Κωνσταντίνου Καραμανλή (με αντίθετη την τότε αντιπολίτευση) να γίνει το πρώτο συνδεδεμένο μέλος της ΕΟΚ των 6 κρατών, το 1961, και η Τουρκία επεδίωξε, επιθετικά και τότε, να αποκτήσει την ίδια σύσταση, όπως τελικά έγινε, με την απαιτητική «βοήθεια» των ΗΠΑ, το 1963.
Παρά την εθνοπροδοτική δικτατορία, και πάλι χάρις στον Κων. Καραμανλή και πάντα με την αντιπολίτευση να τον επικρίνει, η Ελλάδα κατάφερε να γίνει, γρηγορότερα από όσο πίστευαν πολλοί, πλήρες μέλος της Ένωσης. Είκοσι χρόνια αργότερα, και πάλι χωρίς να το πιστεύουν πολλοί μεταξύ των φίλων Ευρωπαίων η Ελλάδα αναδείχθηκε και στην Ευρωζώνη.
Με δύο λόγια, εμείς προχωρήσαμε και προχωρούμε, εκείνοι, οι Τούρκοι, έμειναν πίσω μακριά και συνεχίζουν σε πορεία αποξένωσης. Δικαίωμά τους. Εδώ η Ενωμένη (πρώην Μεγάλη…) Βρετανία και δεν κατάφερε, μετά από τόσες και τόσες προσεγγίσεις και ισάριθμες ανατροπές να παραμείνει ενεργός παράγοντας στην οικοδόμηση της Ενωμένης Ευρώπης.
Από αυτό το ύψος υποδεχόμαστε τον κ. Ερντογάν και το κάνουμε χωρίς τσιριμόνιες. Αλλά και με την αυτοπεποίθηση που εμπνέει η εσωτερική σταθερότητα, η αμυντική ισχύς, ο περιφερειακός ρόλος της χώρας, οι πλούσιες διασυνδέσεις με τους συμμάχους. Προφανώς και με τη σιγουριά ότι όσες συζητήσεις γίνουν, σήμερα και στον κοντινό ορίζοντα, γίνονται προκειμένου να εντοπιστούν τα όσα ρεαλιστικά σημεία μπορεί να βρεθούν, επί των οποίων τα επάλληλα συμφέροντά μας εφάπτονται ή αλληλεξαρτώνται. Τίποτε περισσότερο, αλλά αυτό είναι ήδη πολύ με όσα έχουν προηγηθεί, αλλά και τίποτε λιγότερο. Επομένως, ας ξεκινήσουμε με το «καλωσορίσατε» του τίτλου και εδώ είμαστε να αξιολογήσουμε όσα προκύψουν.