Θα ήταν χρήσιμο να αντιληφθούμε ότι ο πληθωρισμός δεν νικά ποτέ την ακρίβεια. Ακόμη κι αν μηδενιστεί. Το μόνο που διακινδυνεύουμε είναι ύφεση, ανεργία και αναδουλειές.
Ας το κατανοήσουν πρώτα τα τηλεκανάλια που μπερδεύουν το ρεπορτάζ δρόμου με τις ειδήσεις (δημοσιογραφικώς απαράδεκτη πρακτική) και ακολούθως οι μιμητές πολιτικοί που κάνουν τους έξυπνους «γνώστες» εκ του προχείρου.
Μόνον η αύξηση της αποδοτικότητας της εργασίας (άντε και του κεφαλαίου) κάνει «θαύματα», επειδή μετατρέπει το πολύ πραγματικό πρόβλημα της ακρίβειας σε καλύτερο επίπεδο ζωής.
Αν υπήρχε πρόσβαση στα τηλεοπτικά αρχεία της πρώτης δεκαετίας μας στο ευρώ, θα διαπιστώναμε πόσο ομοιάζουν όσα συζητούμε τώρα με όσα συζητούσαμε τότε. Με μια μεγάλη –πολύ μεγάλη- διαφορά: λίγοι, ελάχιστοι, παραπονιόντουσαν για τον πληθωρισμό τότε ενώ πολλοί «παραπονιόντουσαν» ότι η ακρίβεια οφείλεται στην έλευση του ευρώ.
Δύσκολα πράγματα όλ’ αυτά. Πάντοτε ήταν δύσκολα στην όμορφη πατρίδα. Κάποια μέρα θα θυμίσω στους παλιούς, τα πληθωριστικά επεισόδια της δικτατορίας, οι νοσταλγοί της οποίας μιλούν ακόμη με θαυμασμό για τα τότε «θαύματα».
Όπως παρατηρήσατε ο πληθωρισμός βγήκε και πάλι στο 3 και κάτι τοις εκατό. Ας πούμε ότι είναι «γύρω στο 3%». Ο πρωθυπουργός, στη Θεσσαλονίκη, τον βλέπει «γύρω στο 2%», αλλά μάλλον δεν έχει ιδίαν αντίληψιν αυτών των πραγμάτων, άρα είπε το καλύτερο νούμερο από όσα του είπε ο chief (και μοναδικός) σύμβουλος. Λογικό εκ μέρους του γιατί ταιριάζει, επικοινωνιακά, με την αύξηση που αναμένεται να δώσει στις συντάξεις: εκεί, γύρω στο 2 και κάτι τοις εκατό.
Στην πρώτη δεκαετία της μετατροπής της δραχμής σε ευρώ η μέση ετήσια μεταβολή του δείκτη τιμών ήταν ως εξής: 6 χρόνια πάνω από 3%, δύο χρόνια πάνω από 4% και δύο χρόνια κάτω από 3%. Με άλλα λόγια ήταν γύρω στο 3%.
Αν συγκρίνουμε το επίπεδο του δείκτη, ο οποίος μετρά πρακτικά το επίπεδο της ακρίβειας, για όσα αγοράζαμε με 70 ευρώ το 2000, έπρεπε να δώσουμε 100 ευρώ το 2010.
Η διαφορά είναι μεγάλη.
Στα τέσσερα τελευταία χρόνια που μας ξανάρθε ο πληθωρισμός, η διαφορά είναι, μέχρι στιγμής, ως εξής: χρειαζόμαστε 117 ευρώ για όσα αγοράζαμε με 100 ευρώ το 2020. Λιγότερα. Επειδή βεβαίως είναι λιγότερα τα χρόνια. Το «καπέλο» θα μεγαλώσει στα αμέσως επόμενα χρόνια, αλλά, θέλω να πιστεύω, ότι η τρίτη δεκαετία στο ευρώ, θα συνοδευτεί από μικρότερη απομείωση της (πραγματικής) αξίας του νομίσματος.
Με μια σημαντική διαφορά: τα τρόφιμα ακρίβυναν πολύ περισσότερο από όσο είχαν ακριβύνει στο διάστημα 2001-2010. Άρα η δυσφορία των πολιτών, είναι μεγαλύτερη αφού τα τρόφιμα βαραίνουν εξαιρετικά στην καθημερινότητα των πολλών.
Μπορεί να ελαφρύνει το βάρος του πληθωρισμού; Μάλλον όχι. Ιδιαιτέρως γιατί την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία αποφάσισε χθες μια ακόμη αποκλιμάκωση στον (προσεκτικό) κύκλο μείωσης των επιτοκίων του ευρώ, την απασχολεί κατά μεγάλη προτεραιότητα ο αποπληθωρισμός των μεγάλων οικονομιών.
Άρα κάτι πρέπει να κάνουμε εμείς για να βοηθήσουμε εμάς.
Το μόνο που θα μπορούσαμε να αλλάξουμε, είναι να κόψουμε κάποιες δαπάνες. Όσες, προφανώς, μπορούμε να αποχωριστούμε χωρίς να συντριβεί η ποιότητα της ζωής μας.
Το πιο αποτελεσματικό θα ήταν μια κάποια μείωση στο κόστος στέγασης, στο κόστος εκπαίδευσης των παιδιών και, γενικότερα, στο κόστος που μας φορτώνει «εξτρά» το κράτος για δημόσιες υπηρεσίες που θα έπρεπε να καλύπτονται από ήδη υψηλούς γενικούς φόρους.
Το ίδιο αποτελεσματικό θα ήταν αν ορισμένοι πάροχοι υπηρεσιών, ας πούμε τα φροντιστήρια που είναι ένας πονοκέφαλος αυτής της εποχής. Εξίσου καλό θα ήταν βεβαίως να μειώσει, έστω λίγο, η κυβέρνηση τους φόρους στα καύσιμα και άλλους επιβαρύνσεις που είναι «κρυμμένες» παντού.
Δεν ελπίζω ότι η παρούσα κυβέρνηση θα κάνει τέτοια ψιλοβελονιά στα δημόσια έσοδα. Θα μπορούσε, αλλά ελαχίστως ασχολείται με τα βάρη της μεσαίας τάξης, παρόλο ότι αυτή πληρώνει τα περισσότερα από παρόμοιες επιβαρύνσεις και αυτή βγάζει κυβερνήσεις.
Με δύο λόγια: η ακρίβεια ήρθε για να μείνει. Ακόμη κι όταν, μετά τα μέσα της επόμενης χρονιάς, ο ρυθμός αύξησης των τιμών, φύγει από το 3% και προσεγγίσει το 2%, τίποτε δεν θα είναι φθηνότερο, πλην όσων εποχικών προϊόντων επιτύχουν καλύτερες συνθήκες παραγωγής, όπως θα μπορούσε να είναι το ελαιόλαδο, αν όλα πάνε καλά μέχρις ότου μαζέψουμε τις ελιές μας.
Ο μοναδικός άλλος τρόπος για να καθίσει (όχι να μειωθεί) το βάρος της ακρίβειας, θα ήταν όσα συνέβησαν στην εποχή της βαριάς δημοσιονομικής κρίσης.
Πράγματι, στην περίοδο 2011-2020 είχαμε πέντε χρονιές με αρνητικό πληθωρισμό, τέσσερις με πληθωρισμό γύρω στο 1% και μόνον μια, το 2011, λίγο πάνω από 3% λόγω των κακά σχεδιασμένων μέτρων του πρώτου μνημονίου.
Συνολικά όμως, το επίπεδο των τιμών ήταν στο 103 το 2011 και έμεινε στο 100 το 2020.
Υποθέτω πως κανείς δεν θέλει να ξαναζήσουμε τις «εμπειρίες» εκείνης της περιόδου.
Ας το έχουν αυτό κατά νου οι πολιτικάντηδες των αντιπολιτεύσεων όταν γεμίζουν με ψεύτικες υποσχέσεις τα μυαλά των ψηφοφόρων.
Μακάρι να είχαν όλοι και όλες δουλειές και όσο είναι δυνατόν καλύτερες δουλειές, μακάρι να ήσαν όλες δηλωμένες και όχι στην αγωνία της μαύρης αμοιβής, μακάρι δηλαδή να ήταν η οικονομία μας σε κατάσταση πλήρους απασχόλησης, όπως την αποκαλούν οι οικονομολόγοι κι ας είχαμε τον πληθωρισμό που έτσι κι αλλιώς θα συνεχίσουμε να έχουμε.