Όταν, στην υπόθεση των Τεμπών, 8 στους 10 πολίτες έχουν φθάσει στο σημείο να συμφωνούν με την επικρατούσα άποψη περί «συγκάλυψης», είναι εξαιρετικά δύσκολο να κάνει τη δουλειά της η Δικαιοσύνη. Το αντιλαμβάνομαι.
Ό,τι και να προκύψει από το Δικαστήριο, το οποίο ελπίζω να ξεκινήσει το συντομότερο, η ανατροπή της ως άνω πεποίθησης είναι εξαιρετικά δύσκολη. Ακόμη κι αν -που είναι αδύνατον- πολλοί πολίτες παρακολουθήσουν με σχολαστικότητα τη Δίκη. Η οποία, είναι σίγουρο, θα κρατήσει πολλούς μήνες.
Η αντίληψη ότι η Κυβέρνηση έχει -σοβαρούς και γι αυτό κρυφούς- λόγους να μη λάμψει η Αλήθεια, θα αφήσει κηλίδα. Αυτό ήδη φαίνεται στην καθημερινότητα της πολιτικής και των σχετικών συζητήσεων των πολιτών.
Άρα, στην υπόθεση αυτή, η πλειοψηφία έχει ήδη από χέρι χάσει την «έξωθεν καλή μαρτυρία». Ανεξαρτήτως των πραγματικών γεγονότων και της αντικειμενικής στάθμισής τους, οι αντιπολιτεύσεις έχουν κερδίσει την παρτίδα.
Παρά ταύτα, ένα πολύ μεγάλο μέρος των πολιτών, έχει μάθει ότι πρέπει να αναζητεί τα γεγονότα πίσω από τις κραυγές. Πρέπει, με δύο λόγια, να είναι καχύποπτο. Να εξετάζει δυο και τρεις φορές όσα ισχυρίζεται η εξουσία (η εκάστοτε…). Αλλά να κάνει το ίδιο και για όσα κραυγάζει η αντιπολίτευση.
Η εμπιστοσύνη δεν χάνεται ποτέ μόνον προς τη μια πλευρά. Χάνεται απέναντι σε ένα σύστημα που βάζει τις κομματικές σκοπιμότητες υψηλότερα των συλλογικών αξιών.
Πιστεύω ότι οι πολλοί που κρατούν την Ελλάδα όρθια, με τη σκληρή δουλειά τους αλλά και την άρνησή τους να ταυτιστούν με κομματικές σκοπιμότητες, περιμένουν πάρα πολλά από την εξέλιξη της δικαστικής διεργασίας.
Δεν είμαι αισιόδοξος.
Πρώτον, η πολιτική πλειοψηφία, που δεν έχει αλλάξει παρά την αρχικώς αναφερθείσα πεποίθηση, έδωσε στο τεράστιο αυτό ζήτημα χαμηλό βαθμό προτεραιότητας. Σίγουρα επέδρασε ανασχετικά η μεσολαβήσασα λαμπρή επικράτησή της στις βουλευτικές εκλογές.
Είναι όμως αυτό μόνον; Ακόμη και όσοι μάθαμε να μην παίρνουμε τοις μετρητοίς τις κραυγές και τις δήθεν αποκαλύψεις, από όπου και αν προέρχονται, δεν έχουμε καθαρή αντίληψη των κυβερνητικών απαντήσεων, όσες υπάρχουν, στα ερωτηματικά που κυρίαρχα βασανίζουν την κοινή γνώμη. Αν το ήθελε, όπως σε άλλες περιπτώσεις, η κυβερνητική πλειοψηφία θα το είχε επιτύχει. Τι την εμποδίζει;
Δεύτερον, υπάρχουν δικαστικοί παράγοντες που συμπεριφέρονται ήδη με τρόπο που καθοδηγεί τους πολίτες σε συμπεράσματα εξέγερσης.
Αυτό που ξεχώρισα τις τελευταίες ημέρες, είναι οι εγγυήσεις που ζητεί η εισαγγελέας, βοηθός της Ευρωπαίας ανακρίτριας, διαδικασία ανεξάρτητη από την ελληνική δικαιοσύνη, η οποία ερευνά τα οικονομικά και την εκτέλεση της σύμβασης 717, από στελέχη του ΟΣΕ που παρελαύνουν από το γραφείο της.
Τα ποσά που ζητεί η Ευρωπαία δικαστικός, ως εγγύηση ότι «δεν θα το σκάσουν», ξεπερνούν το μισό εκατομμύριο ευρώ. Είναι προφανές ότι δεν τα έχουν ούτε θα μπορούσαν να τα έχουν οι απολογούμενοι υπό κατηγορίαν. Θα ασκήσουν έφεση και θα καταβάλουν τελικά κάτι πιο λογικό.
Στο μεταξύ όμως το βαθύ ιντερνέτ κάνει τη δουλειά του, με τη βοήθεια της αντιπολίτευσης.
Στο μεταξύ όμως οι γυναίκες και άνδρες -υπάλληλοι της ΕΡΓΟΣΕ οι περισσότεροι- μετατρέπονται, στα μάτια της κοινής γνώμης, σε στρατιά «εγκληματιών».
Τρίτον, αλλά σημαντικό, είναι ότι προφανώς η αντιπολίτευση δεν ασχολείται με την απόδοση δικαιοσύνης, μοναδικό βάλσαμο στους ανθρώπους που έχασαν τους ανθρώπους τους. Ούτε καν με την υπεράσπιση του κράτους δικαίου, για το οποίο διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους μόλις βρεθούν εκτός ελληνικού εδάφους.
Επιδιώκει να κερδίσει εδώ και τώρα, πριν την επικείμενη πολιτική αναμέτρηση, τις εντυπώσεις που μπορούν να βελτιώσουν τα εκλογικά της ποσοστά. Τίποτε περισσότερο. Αντιλαμβάνεται και αυτή πως όταν θα δικαστούν τα πραγματικά γεγονότα και καταδικαστούν οι ένοχοι, το δέμα αληθείας θα είναι πολύ μικρό για να τύχει της έξαλλης πολιτικής εκμετάλλευσης αυτών των ημερών
Χανόμαστε στην εντυπωσιοθηρία και στις σκοπιμότητες. Με αποτέλεσμα η εικόνα για την τραγωδία στα Τέμπη να θολώνει αντί να καθαρίζει.