Τα σούπερ μάρκετ έχουν γεμίσει ταμπελάκια. «Καλάθι του Καταναλωτή», «Μόνιμη μείωση 5%», Προσφορές της μάρκας, Προϊόντα Ιδιωτικής Ετικέτας, Συσκευασίες με +1 και οι πολύ παλαιότερες και πολύ βοηθητικές με την τιμή ανά κιλό ή άλλη μονάδα κοινής αναγωγής. Στη λαϊκή αγορά πρέπει να κάνεις τη βόλτα σου και πρέπει να έχει γερή μνήμη. Στο λιανικό εμπόριο τα πράγματα είναι δυσκολότερα. Στο διαδίκτυο υπάρχει μεγάλο ανακάτωμα, αλλά κάποιες μηχανές κρατούν τις παλαιότερες τιμές. Γνωρίζω πολλούς που φωτογραφίζουν με screenshot μια «ευκαιρία» και τσεκάρουν ξανά και ξανά.
Η μάχη των τιμών είναι συνεχής. Εδώ και στην Ευρώπη και στην Αμερική και παντού αλλού. Κυρίως στα τρόφιμα και στην ενέργεια. Αλλά και στις υπηρεσίες, όπου οι επαγγελματίες έχουν έτοιμη τη δικαιολογία «δεν βγαίνω αλλιώς». Και στο κόστος του χρήματος, για όσους είναι «τυχεροί» ώστε να μπορούν να σηκώσουν δάνειο.
Το 2022 ήταν ένα annus horribilis για τις τιμές. Παγκοσμίως. Μεταξύ των 20 μεγαλυτέρων οικονομιών (G20) ο πληθωρισμός κυμαίνεται από το 140% της Αργεντινής, το 62% της Τουρκίας μέχρι το 0% (μηδέν!) της Κίνας, με σχεδόν όλα τα κράτη να κινούνται μεταξύ 4% και 6%. Τα χειρότερα συμβαίνουν στην Αφρική. Στη Λατινική Αμερική ο πληθωρισμός μοιάζει με τη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη. Όλα τα δεινά είτε προηγήθηκαν του ‘22, καθώς υποχωρούσε η πανδημία Covid, είτε εκδηλώθηκαν με αφορμή γεωργικές κρίσεις και τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Στο 2023 όμως οι πληθωριστικές πιέσεις ενσωματώθηκαν στις οικονομίες. Το κόστος εργασίας αυξήθηκε σχεδόν παντού. Τα περιθώρια κέρδους που περιλαμβάνουν τα κόστη παραγωγής και εμπορίας πληθωρίστηκαν. Οι τιμές εισαγωγών μέσω του διεθνούς εμπορίου μεταφέρουν τις ανατιμήσεις από τη μια αγορά στις άλλες. Η κατάσταση δυσκόλεψε παντού. Αυξήθηκε ο σκληρός πυρήνας του πληθωρισμού, αυτός που δεν συνυπολογίζει καύσιμα και τρόφιμα, οι τιμές των οποίων θεωρούνται ευμετάβλητες. Είναι ο μεγάλος πονοκέφαλος των αρχών νομισματικής πολιτικής, οι κεντρικές τράπεζες δηλαδή, που δεν θέλουν να ανεβάσουν περισσότερο τα βασικά επιτόκια αλλά περιμένουν να μειωθεί η κατανάλωση χωρίς όμως να πάθει καθίζηση η παραγωγή.
Η Ελλάδα, για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία, δεν διαφέρει από τις άλλες χώρες. Σε προηγούμενες πληθωριστικές περιπέτειες παγκόσμιας εμβέλειας οι «εθνικές» επιπτώσεις ήσαν χειρότερες. Επιπλέον, όταν ο πληθωρισμός υποχωρούσε αλλού, σε εμάς συνέχισε να ανεβαίνει για πάρα πολλά χρόνια. Αυτή τη φορά οι πληθωριστικές πιέσεις παρακολουθούν τις διεθνείς και ειδικότερα τις ευρωπαϊκές τάσεις και κατά κανόνα εκδηλώνονται ηπιότερα.
Ο πολύ ευαίσθητος δείκτης για τα τρόφιμα (που ξεκινά από το 100 του 2015) βρίσκεται στο 130 όσο δηλαδή σε Ιταλία και Δανία, μόλις μια μονάδα χαμηλότερα από την Πορτογαλία, 3 από τη Γαλλία, 7 από την Ολλανδία, 8 από την Ισπανία, 13 από τη Γερμανία, 27 από την Ρουμανία, 30 από την Πολωνία και 39 από τη Βουλγαρία.
Βελτίωση, σε κάποιο βαθμό, εμφανίζεται στις διεθνείς αγορές βασικών αγροτικών προϊόντων. Οι παγκόσμιες τιμές στο στάρι είναι 30% χαμηλότερα από πέρυσι, στο καλαμπόκι 32%, ακόμη κι σόγια έπεσε κατά 9%, το ηλιέλαιο 35-40%, ενώ ο καφές αυξήθηκε κατά 13% και το κακάο κατά 74%. Οι εσωτερικές τιμές γάλακτος είναι 12% χαμηλότερα (αλλά πολύ λιγότερο από τη μείωση σε Ολλανδία και Γερμανία), ακόμη και τα δημοφιλή (και πιο φθηνά) τυριά έχουν μειωθεί κατά 20% στην ευρωπαϊκή αγορά.
Το στοίχημα όμως έχει γίνει πιο «εσωτερικό», όπως σημείωσα προηγουμένως. Οι προσαρμογές του περιθωρίου κέρδους των επιχειρήσεων, κυρίως, και η αναπροσαρμογή των αμοιβών τροφοδοτούν τον εσωτερικό πληθωρισμό του 2023. Σύμφωνα με την πλέον πρόσφατη ανάλυση της Επιτροπής για το 2022, που διαθέτουμε αναλυτικά στοιχεία, από τις 9 μονάδες πληθωρισμού οι 6 οφείλονται στις διεθνείς ανατιμήσεις (αγροτικά και ενέργεια), 2 μονάδες στην αναπροσαρμογή των περιθωρίων κέρδους και 1 μονάδα στους μισθούς.
Για την Ελλάδα όμως στην περίοδο 2022-2025, σύμφωνα πάντα με υπολογισμούς της Επιτροπής, η συμβολή των εταιρικών περιθωρίων (μαζί με τους φόρους) θα είναι διπλάσια από εκείνη των μισθών. Σε όλες τις χώρες έχουμε αύξηση των περιθωρίων κέρδους, αλλά στις μεγάλες παραγωγούς η συμβολή των μισθών είναι μεγαλύτερη.
Η εξήγηση της ελληνικής περίπτωσης δεν είναι όσο απλή παρουσιάζεται στις τηλεοπτικές οθόνες. Οι ελληνικές επιχειρήσεις είναι εξαρτημένες σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τις επιχειρήσεις μεγάλων παραγωγών επειδή αγοράζουν έτοιμα προϊόντα. Είναι αυτό που λένε οι οικονομολόγοι price takers σε αντίθεση με τους διεθνείς price makers.
Με δύο λόγια, αγοράζουν ακριβά επειδή δεν διαθέτουν μεταποιητικές ικανότητες, ούτε σοβαρή διαπραγματευτική δύναμη, επειδή είναι κατακερματισμένες, αγοράζουν μικρές ποσότητες προϊόντων ενώ έχουν υψηλά κόστη διανομής. Προσθέστε ότι το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου είναι «κακομαθημένο», προσέθετε πάντα δηλαδή υψηλά περιθώρια κέρδους (mark up price) και έχετε την εξήγηση πως και γιατί τα πολύ ελληνικά «κέρδη» επιβαρύνουν τον τιμάριθμο. Και δεν μιλάμε μόνον για τις μεγάλες και τις πολυεθνικές αλλά για μεσαίου μεγέθους εταιρείες.
Το 2024 ο πληθωρισμός θα πέσει. Η ακρίβεια όμως θα είναι πλήρως μια εσωτερική υπόθεση. Μόνον η τιμωρία του καταναλωτή «τρομάζει» το εμπόριο. Το έργο το έχουμε ξαναδεί και το γνωρίζουμε καλά. Το κακό είναι ότι τα στελέχη των πολυεθνικών συμπεριφέρονται αλά ελληνικά, με κάποιες, ευτυχώς, σοβαρές εξαιρέσεις.