Η θετική ατζέντα της Βιομηχανίας

Αν κάτι ξεχώρισε στην τόσο παραδοσιακή ετήσια συνάντηση των Βιομηχάνων, δηλαδή τη Γενική Συνέλευση του Συνδέσμου Ελληνικών Επιχειρήσεων, ήταν ένα νέο ενδιαφέρον δίπολο.

Πόλος πρώτος: Ρεαλισμός για την κατάσταση των πραγμάτων, να συμφωνήσουμε δηλαδή περί όσων πηγαίνουν καλά και εκείνων που χρειάζονται διόρθωση, στη βάση πραγματιστικών προτάσεων.

Πόλος δεύτερος: Οι τρεις κορυφές -Πολιτεία, Εργασία, Επιχειρηματικότητα- να μη συζητούν ως κωφοί απέναντι στις δυσκολίες, τα συμφέροντα και τους στόχους κάθε πλευράς, αλλά με καθαρή την επιδίωξη εξεύρεσης κοινού παρανομαστή.

Ακούγονται αυτά πολύ «ωραία» για να μεταφραστούν σε πραγματικές πολιτικές, ρεαλιστικές δεσμεύσεις και χειροπιαστά αποτελέσματα για κάθε πλευρά.

Ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος, πρόεδρος του ΣΕΒ, το έθεσε με τον πιο άμεσο τρόπο: «καλούμε τους κοινωνικούς εταίρους και την πολιτεία σε έναν ανοικτό εποικοδομητικό και γόνιμο διάλογο, χωρίς προκαταλήψεις και ιδεοληψίες, με στόχο ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο επ’ ωφελεία όλων.»

Είχαμε καιρό να ακούσουμε τη λέξη «συμβόλαιο». Από τότε που τη χρησιμοποίησε ο Ανδρέας Παπανδρέου, η έκφραση είχε χάσει το νόημά της. Στο ενδιάμεσο των πάρα πολλών χρόνων και πάμπολλων περιπετειών, οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις αναφέρονται, κατά καιρούς στο πρόγραμμα «τους». Πλην όμως κανένα προεκλογικό πρόγραμμα, από το 2000 και μέχρι ακόμη και το 2023, κανένα «σετ» προεκλογικών δεσμεύσεων δεν έμοιαζε με «συμβόλαιο» και μάλιστα των τριών αυτών πόλων.

Ο Κώστας Σημίτης σκόνταψε στο ασφαλιστικό και προτίμησε να ασχοληθεί με άλλα. Ο Κώστας Καραμανλής ξέχασε το ασφαλιστικό και απηύλαυσε τη συμβολή του δανειακού πακτωλού. Ο Γιώργος Παπανδρέου ηττήθηκε από το καπέλο του μνημονίου. Ο Αντώνης Σαμαράς υποχρεώθηκε να ξεχάσει τα αντιμνημονιακά Ζάππεια. Ο Αλέξης Τσίπρας εξευτελίστηκε στην αγκαλιά της σκληρότερης συμφωνίας με τις Βρυξέλλες. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στην πρώτη θητεία, βρέθηκε αντιμέτωπος με την υπέρτατη απειλή της πανδημίας.

Στο φως των ανωτέρω, είναι η πρώτη φορά από τότε που ανταλλάξαμε τη δραχμή με το ευρώ, που υπάρχει η ευκαιρία να συμφωνήσουμε σε κάτι τόσο σημαντικό όσο σημαντική ήταν η συμφωνία του 1992 για την ένταξη της Ελλάδας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση.

Αν διαθέταμε το 2002 μια συμφωνία των κοινωνικών εταίρων όπως την επιζητεί τώρα ο Θεοδωρόπουλος, η Ελλάδα δε θα είχε βρεθεί απροετοίμαστη στη δίνη της ξαφνικής διεθνούς τραπεζικής κρίσης και δε θα είχε υποστεί τον εξευτελισμό της σχεδόν-πτώχευσης του εξωτερικού της χρέους.

Γιατί όμως είναι, τώρα, χρήσιμο και θετικό ένα Νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο; Και πόσο πιθανό είναι να χτιστεί παρόμοια συναίνεση;

Υπάρχουν πολλοί λόγοι. Η Ελλάδα παραμένει εκτεθειμένη όσο δεν παράγει επαρκή διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα, για να αντισταθμίσει τις αθρόες εισαγωγές. Υπάρχουν πολλοί -και μέσα στην κυβέρνηση και μεταξύ των επιχειρηματιών- που δεν θεωρούν ότι το διεθνές άνοιγμα αποτελεί πρόβλημα.

Ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος διαφωνεί και το εξήγησε ως εξής:

«Το επιδεινούμενο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ταλανίζει σχεδόν διαχρονικά την Ελλάδα, ενώ αποτέλεσε μία από τις δύο σημαντικότερες αιτίες της οικονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας. Ακόμα και όταν αφαιρέσουμε τις εισαγωγές κεφαλαιουχικού εξοπλισμού για επενδύσεις, το πρόβλημα παραμένει, και ο κίνδυνος επίσης.»

Ο άλλος λόγος είναι πως το κράτος είναι υποχρεωμένο, λόγω του τεράστιου δημόσιου χρέους και, επιπροσθέτως, λόγω των νέων αυστηρότερων δημοσιονομικών κανόνων της Ευρώπης, να παραμένει επενδυτικά «ουδέτερο».

Προφανώς, είναι σημαντική η συμβολή του Ταμείου Ανάκαμψης (RFF), αλλά έχει ορατό τέλος. Τι θα γίνει μετά αν δεν έχουμε χρήματα και δυνάμεις για να συνεχίσουμε να επενδύουμε;

Η απόσταση της ελληνικής οικονομίας από την ευρωπαϊκή παραμένει μεγάλη. Το τίμημα κάθε αναταραχής στις διεθνείς ισορροπίες, είναι βαρύ, όπως δείχνει το διαρκές υψηλό κόστος της ενέργειας για τις επιχειρήσεις και, αν και λιγότερο, για νοικοκυριά.

Άλλωστε, το θέμα δεν είναι να κρατούμε την ίδια απόσταση από τους άλλους. Το ζήτημα είναι να τη μειώνουμε. Σταδιακά μεν, αλλά με σταθερά βήματα.

Αυτό δεν το έχουμε σίγουρο κι ούτε φαίνεται ότι θα συμβεί «αυτόματα» κάπου στον ορίζοντα.

Παρά τη συμβολή της βιομηχανίας με την εντυπωσιακή αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και την άνοδο των εξαγωγών. Παρά την ανόρθωση των εισοδημάτων που στηρίζονται στις επιτυχίες του τουρισμού. Παρά την ιστορικά σπάνια πειθαρχία του κρατικού ταμείου.

Ο μόνος τρόπος που μια χώρα φθάνει και ξεπερνά τις άλλες, ο μόνος τρόπος για αυξηθούν τα πραγματικά εισοδήματα των εργαζομένων, ο μόνος τρόπος για να διασφαλιστούν τα δημόσια έσοδα χωρίς νέους φόρους είναι να κάνει η βιομηχανία περισσότερες επενδύσεις.

Γιατί, από όλες τις μορφές επενδυτικών δαπανών, αυτές που κάνει η βιομηχανία αποδίδουν καλύτερα, γρηγορότερα και «τρέφουν» τους πολλούς.

Το γνωρίζει πολύ καλά ο πρωθυπουργός και γι αυτό θα επιδώξει να στηρίξει, από την πλευρά της πολιτείας, τις κινήσεις που ήδη γίνονται ώστε να ανοίξει ο ορίζοντας προς το «Συμβόλαιο».

Το αναγνωρίζει, είμαι σίγουρος, η εργατική πλευρά, δηλαδή τα Συνδικάτα, τουλάχιστον όσα δεν έχουν υποταγεί στις ναρκισσιστικές εμμονές του ΚΚ.

Το αναγνωρίζει η αντιπολίτευση. Με τον τρόπο της, βέβαια. Στην πρόσφατη ομιλία του στον Πειραιά, ο κ. Τσίπρας χρησιμοποίησε 10 φορές τον όρο «ανάπτυξη», τις περισσότερες στη σωστή κατεύθυνση. Σημείωσε προσφυώς ότι «μετά την εξάντληση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, οι διαθέσιμοι πόροι για την ανάταξη του εθνικού κεφαλαιακού αποθέματος δεν θα είναι εύκολο να βρεθούν» και ζήτησε «να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις οικονομικού μετασχηματισμού, προσέλκυσης κεφαλαίων σε νέες παραγωγικές και όχι υπάρχουσες δραστηριότητες, με στόχο την επίτευξη μεσοπρόθεσμων διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης στην περιοχή του 2 % και πάνω, για την επόμενη δεκαετία.»

Είμαι σίγουρος ότι και το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη, ειδικά επειδή έβαλε δίπλα του, στις δύο κρίσιμες θέσεις, οικονομικής πολιτικής τον Παύλο Γερουλάνο και μακρόπνου σχεδιασμού της Άννα Διαμαντοπούλου θα τοποθετηθεί, σύντομα, με παρόμοιο τρόπο.

Δεν είμαστε μακριά από μια ιδέα την οποία, ακόμη και προχθές, θα τη μοιραζόμασταν μεταξύ μας γνωστοί και μη εξαιρετέοι αιθεροβάμονες που πιστεύουν ότι η Ελλάδα μπορεί καλύτερα.

Ότι ο σημερινός επικεφαλής της Βιομηχανίας βάζει μπροστά σε όλους, με πρώτους τους επιχειρηματίες, την ευθύνη μιας θετικής ατζέντας είναι ελπιδοφόρο. Θέλω να πιστεύω ότι, αυτή τη φορά, η ελπίδα δε θα «πεθάνει»… πρώτη.