Πριν από όχι πολλά χρόνια, τουλάχιστον όχι τόσα ώστε να το έχουμε ξεχάσει, όλοι περιμέναμε με ανυπομονησία τι θα πουν τα «παλικάρια», δηλαδή οι τεχνοκράτες, που είχαν γίνει και επόπτες, του Ταμείου.
Κάθε λέξη μετρούσε. Κυρίως σε ευρώ. Γιατί κάθε παρατήρηση σήμαινε ότι θα ακολουθούσαν νέα μέτρα δημοσιονομικού, κυρίως, περιορισμού. Αλλά και επί της ουσίας. Γιατί κάθε «σκέψη» σήμαινε ότι πρέπει να ληφθούν μέτρα αναδιοργάνωσης σημαντικών τομέων του κράτους και της κοινωνίας.
Αυτή τη φορά είναι όλα διαφορετικά. Κανείς δεν έδωσε σημασία στις εκτιμήσεις των εμπειρογνωμόνων του ΔΝΤ που δημοσιοποιήθηκε χθες. Προφανώς γιατί «τα καλά νέα δεν είναι νέα». Τι λένε οι άνθρωποι του Ταμείου με δύο λόγια; Πάτε καλά! Κάποιοι τα έχουμε σημειώσει εδώ και καιρό. Οι «οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας έχουν βελτιωθεί αισθητά». Το εθνικό προϊόν μεγαλώνει με ταχύτητα μεγαλύτερη από εκείνην που είχε πριν την πανδημία. Η δυνατότητα υψηλότερης μελλοντικής ανάπτυξης (potential output) είναι θετική «για πρώτη φορά μετά την κρίση χρέους». Επιπλέον, κίνδυνος για μια νέα κρίση χρέους δεν υπάρχει και η δημοσιονομική ισορροπία βελτιώνεται. Το τραπεζικό σύστημα είναι ανθεκτικό. Πότε άλλοτε θα διάβαζε κανείς σε έκθεση ΔΝΤ πως «η αναγκαία και συνεχής πρόοδος στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις έχει βελτιώσει τις επενδύσεις και την αύξηση της παραγωγικότητας»;
Είναι προφανές ότι το «μήνυμα» είναι πιο διακριτικό. Σε τρία σημεία συμπυκνώνεται. Βελτιώστε το νομικό και γραφειοκρατικό περιβάλλον για το επιχειρείν, ειδικά για τις μικρομεσαίες. Διασφαλίστε μια μεγαλύτερη συμμετοχή της εργασίας στην παραγωγή και επενδύστε σε βελτίωση των ικανοτήτων των εργατών σας. Επιταχύνετε τις αποφάσεις του δικαστικού σας συστήματος και τις εξωδικαστικές διαδικασίες επίλυσης διαφορών.
Στοιχειώδη; Όχι ακριβώς. Αν ήταν τόσο απλά τα πράγματα, δεν θα περιμέναμε να μας τα υπενθυμίσει το Ταμείο. Αν τα γράφουν οι άνθρωποι της Ουάσιγκτον είναι γιατί, ειδικά σε αυτούς τους τομείς, η πρόοδος είναι μηδαμινή. Όσοι διαβάζουμε πολλά χρόνια παρόμοιες εκθέσεις, γνωρίζουμε ότι οι ίδιες αυτές παρατηρήσεις, διατυπωμένες με τον ίδιο περίπου τρόπο περιλαμβάνονται στις «συμβουλές» για τουλάχιστον τα τελευταία 40, ναι «σαράντα», χρόνια. Ήδη από το 1986, την πρώτη, πρακτικά, μεταδικτατορική κρίση «παρολίγον πτώχευσης», ακούστηκαν οι τρεις αυτές παραινέσεις.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έγινε τίποτε από τότε και μέχρι σήμερα. Προφανώς έγιναν διάφορα και, σε ορισμένους τομείς, έγιναν και κάποια πολύ σημαντικά. Πλην όμως πολλά άλλα κράτη, που βρέθηκαν και αυτά αντιμέτωπα με τις δικές τους ανάλογες κρίσεις, έκαναν περισσότερα από εμάς, τα έκαναν γοργότερα και, συχνά, τα έκαναν πολύ καλύτερα. Με λίγα λόγια, οι συγκεκριμένες παρατηρήσεις επανέρχονται επειδή συνεχίζουμε να είμαστε πίσω από τους άλλους σε αυτούς ακριβώς τους τομείς. Αν μετριάσουμε αυτό το χάσμα, θα αλλάξουμε κατηγορία. Ως κράτος, ως οικονομία και, τελικά, ως κοινωνία.
Ένα από τα σπουδαιότερα ωφελήματα είναι ότι δεν θα χρειάζεται πλέον η συνεχής και κατά περίπτωση πολιτική παρέμβαση για να προχωράνε τα καθημερινά και στοιχειώδη πράγματα της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Όσοι κατανοούν πόσο στενά συνδέονται όλα τούτα με τον περιορισμό αυτού που συνηθίσαμε να αποκαλούμε «διαπλοκή», αντιλαμβάνονται καλύτερα ποιο ήταν, τελικά, το μεγαλύτερο εμπόδιο όλη αυτή την πολύ μακρά περίοδο του μισού, σχεδόν, αιώνα. Δεν ισχυρίζομαι ότι επίτηδες οι πολιτικοί μας «ξεχνούν» αυτές τις τόσο πάγιες παρατηρήσεις. Έχουν τους λόγους τους και είναι σοβαροί.
Είναι γνωστό πως όσοι προσπάθησαν να κάνουν κάτι τόσο «αναδιαρθρωτικό» βρήκαν μπροστά τους σοβαρές αντιστάσεις «από τη βάση». Τη «βάση» των κομμάτων, εννοείται. Δηλαδή τα ισχυρά, με την έννοια της επιρροής τους στο εκλογικό σώμα, ομοιοεπαγγελματικά συμφέροντα της κοινωνίας και του κρατικού μηχανισμού. Αυτό που κάποτε αποκαλούσαμε «συντεχνίες».
Όταν τα μεγάλα κόμματα τα έβαλαν μαζί τους, είδαν τα εκλογικά τους ποσοστά να βυθίζονται. Ακόμη και οι πιο σκληροί τεχνοκράτες του Ταμείου, έσπασαν τα δόντια τους πάνω σε αυτό το ελληνικό backbone. Λογικό αφού μιλάμε για τη σπονδυλική στήλη του ιδιότυπου ελληνικού καπιταλισμού. Καθόλου τυχαία, η κυβέρνηση Τσίπρα-Καμένου δεν πείραξε τίποτε και κανέναν από τις συντεχνίες. Επέλεξε αντιθέτως, ενεργώντας πρακτικά και συνειδητά ως προστάτης τους, να περάσει το κόστος της ακινησίας και της καθυστέρησης στο σύνολο των εργαζομένων, ενεργών και συνταξιούχων. Είναι όμως καιρός κάποιος κάτι να κάνει. Κι επειδή δεν υπάρχει άλλος, μοναδικός παραλήπτης του μηνύματος του Ταμείου είναι ο πρωθυπουργός. Ούτε καν η κυβέρνησή του…