Οι πολλές χιλιάδες «αγανακτισμένων» που διαδήλωσαν το Μάιο του 2011, ζητούσαν να μην περάσει το «Μεσοπρόθεσμο».
Η λέξη «Μνημόνιο» δεν είχε ακόμη κάνει την εμφάνισή της στις παλαϊκές συγκεντρώσεις. Τον μήνα που ακολούθησε, ένα μικρότερο πλήθος συγκεντρώθηκε για την «Ημέρα διαβούλευσης και ενημέρωσης για το χρέος» όπου άκουσε με προσοχή τους διανοουμένους Κατρούγκαλο, Βαρουφάκη, Καζάκη και Τσακαλώτο.
Όλοι αυτοί έγιναν (πλην ενός, γκουρού τότε του κ. Πολάκη), δύο χρόνια αργότερα, υπουργοί της κυβέρνησης Τσίπρα και όλοι μαζί (πάλι πλην του νέου γκουρού) εφήρμοσαν το τρίτο μνημόνιο. Στο μεταξύ, ο σχετικός «όρος» είχε γίνει διάσημος και πολύ μισητός.
Κρίμα, γιατί εκείνο το «Μεσοπρόθεσμο» είχε πάμπολλες καλές ιδέες, σημαντικές μεταρρυθμίσεις και, αν είχε εφαρμοστεί σε κλίμα κομματικής και κοινωνικής συναίνεσης, θα είχαμε κερδίσει πολλά χρόνια καλύτερης ζωής, που τα σπαταλήσαμε ασκόπως σε ανόητες συγκρούσεις.
Δέκα και τρία χρόνια αργότερα, «το Μεσοπρόθεσμο 2025-2028» που παρουσίασε προχθές στο υπουργικό συμβούλιο ο Κωστής Χατζηδάκης, πέρασε αθόρυβα σε κλίμα βαθιάς πλήξης.
Πρόκειται για μια όχι και τόσο περίεργη αδιαφορία, καθιερωμένη πλέον, προς οτιδήποτε έχει να κάνει με τη δημοσιονομική ισορροπία του κράτους.
Παράξενο; Όχι και τόσο.
Όλοι οι Απολογισμοί-Ισολογισμοί του Κράτους κατά τη μακρά περίοδο μεταξύ της εισόδου μας στην ευρωζώνη και το φυτίλιασμα του δημόσιου χρέους, δηλαδή επί δέκα περίπου συναπτά έτη, περνούσαν μέσα στο ίδιο κλίμα γενικής αδιαφορίας. Κι ας είχαν σπουδαίες και μάλλον επικίνδυνες διαφορές από τους Προϋπολογισμούς που είχαν ψηφιστεί από τους ίδιους βουλευτές.
Τα θυμίζω όλ’ αυτά επειδή είναι προφανές ότι το Κοινοβούλιο δεν διαδραμάτισε τον προληπτικό του ρόλο όταν όφειλε. Γι' αυτό υποχρεώθηκε επί μια οκταετία να ψηφίζει απανωτά μέτρα λιτότητας.
Είναι, από την άλλη, λογικό που το παρόν «Μεσοπρόθεσμο» δεν τραβά την προσοχή κανενός. Όλοι πλέον, ο καθείς με τον τρόπο του, έχουμε αποδεχθεί ότι πρέπει στο κρατικό ταμείο να μένουν χρήματα και να μην εμφανίζονται σωρευτικά ελλείμματα.
Ούτε κανείς πρόσεξε ότι το «υποχρεωτικό» πλεόνασμα θα είναι, κάθε χρόνο, ίσο με το 2,4% του ΑΕΠ.
Το συγκεκριμένο νούμερο δεν είναι «αθώο». Αν δεν με απατά η μνήμη μου, αυτό υπολόγιζε ο «μισητός» Δανός του ΔΝΤ ότι θα χρειάζεται να πετυχαίνει επί πολλά έτη η Ελλάδα για να κάμψει το τεράστιο δημόσιο χρέος της. Τότε, το νούμερο μας φαινόταν εξωφρενικό, αποικιοκρατικό, καταπιεστικό, αδύνατον να συμβεί… Τώρα;
Τώρα, στο σχέδιο Χατζηδάκη σημειώνεται ότι «προβλέπεται η επίτευξη χαμηλότερων πρωτογενών πλεονασμάτων σε σχέση με την αρχική πρόταση της ΕΕ, καθώς η υπεραπόδοση του προϋπολογισμού και της οικονομίας το 2024 πιστοποιεί ότι η ελληνική οικονομία είναι σε θέση (όπως κάνει φέτος) να επιτυγχάνει λογικά πρωτογενή πλεονάσματα που εξασφαλίζουν τη συνέχιση της μείωσης του χρέους».
Πάλι καλά δηλαδή!
Τα δημοσιονομικά διαβάζονται από το τέλος, δηλαδή από το αποτέλεσμα, αυτό ακριβώς το νούμερο του πρωτογενούς αποτελέσματος.
Η μετάφραση είναι απλή αλλά και δύσκολη. Στα επόμενα χρόνια θα πρέπει η ελληνική οικονομία να δημιουργεί φόρους ικανούς να καλύψουν τις τρέχουσες δαπάνες του κράτους, μαζί με τον πληθωρισμό, και να αφήσουν και το «κάτιτίς» τους.
Η απαραίτητη συνθήκη για να συμβαίνει αυτό είναι να συντηρήσουμε την ανάπτυξη greek style. Δηλαδή: να υπάρχουν δουλειές, να γίνεται τζίρος, να γίνεται και καμιά επένδυση, κυρίως να απορροφούμε την ευρωπαϊκή βοήθεια. Όλα προκειμένου να πληρώνουμε και να εξασφαλίζεται αυτό το απίθανα υψηλό επίπεδο φόρων που μας άφησε κληρονομιά εκείνο το πρώτο Μεσοπρόθεσμο.
Ωστόσο, στο παρόν πρόγραμμα, ο κ. Χατζηδάκης έγραψε κάτι παράδοξο: «Η πρόβλεψη για την ανάπτυξη που περιλαμβάνεται στο μεσοπρόθεσμο είναι συντηρητική, διότι θέλουμε να είμαστε απολύτως ευθυγραμμισμένοι με την ΕΕ. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα μηχανισμό προβολής με βάση ιστορικά στοιχεία, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας».
Ποιες είναι αυτές οι «πραγματικές δυνατότητες» και τι θα απογίνουν αν δεν τις συνυπολογίσουμε;
Υποθέτω πως κανείς στο υπουργικό συμβούλιο δεν ασχολήθηκε με παρόμοιες «λεπτομέρειες». Λογικό, όταν παρακάτω στην απίθανα μακροσκελή ατζέντα του υπουργικού υπήρχε το θέμα της νεανικής βίας.
Αν και κάποιος πρέπει να κάνει, επιτέλους, τη σύνδεση μεταξύ της βίας που εξαπλώνεται στην κοινωνία, βία την οποία πρώτα τα παιδιά τη βιώνουν, των υπερβολικών φόρων που πληρώνουν οι γονείς τους, της άναρχης επιχειρηματικότητας και της άνισης κατανομής των καρπών της «ανάπτυξης».
Δεν ζούμε για να δουλεύουμε. Δεν δουλεύουμε για να πληρώνουμε φόρους. Δουλεύουμε για να ζούμε. Κάπως καλύτερα, εννοείται…
Και όχι μόνον Μεσοπρόθεσμα…