Πριν λίγους μήνες η Πορτογαλία αποφάσισε να μειώσει τον ΦΠΑ στα τρόφιμα. Μόνον σε 44 προϊόντα, που επιλέχτηκαν από το υπουργείο Υγείας ως καλάθι υγιεινής διατροφής σύμφωνα με τα πρότυπα κατανάλωσης των πορτογαλέζικων νοικοκυριών. Ο τότε πρωθυπουργός της, για τον οποίο έμπλεξαν οι γραμμές της Εισαγγελίας και υποχρεώθηκε σε (μάλλον προσωρινή…) παραίτηση έκανε, τις ημέρες εκείνες, μια αξιοπρόσεκτη δήλωση. Προειδοποίησε τους πολίτες έναντι δύο «ψευδαισθήσεων» με την πρώτη να είναι ότι οι τιμές δεν πρόκειται να μειωθούν «αυτόματα».
Η δεύτερη, πιο ενδιαφέρουσα κατά τη γνώμη μου, ήταν η επισήμανση προς όσους πιστεύουν ότι μετά τη μείωση του ΦΠΑ οι τιμές δεν θα αυξηθούν ποτέ ξανά. Προς αυτούς είπε ότι «κανείς δεν γνωρίζει πόσο θα κρατήσει αυτός ο πόλεμος (στην Ουκρανία) και ότι όσο συνεχίζεται υπάρχει κίνδυνος το κόστος παραγωγής να αυξηθεί περαιτέρω».
Προ ολίγων ημερών, η ευρισκόμενη στην Αθήνα επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ είπε επίσης κάτι πολύ σημαντικό. Σημείωσε πως ακόμη και όταν ο πληθωρισμός θα έχει μειωθεί σε συμβατά με τη νομισματική σταθερότητα επίπεδα, δηλαδή γύρω στο 2%, κάτι που αναμένεται να συμβεί το 2025, το επίπεδο της ακρίβειας, στο οποίο θα έχουμε ως τότε φθάσει, δεν θα υποχωρήσει αυτομάτως και παντού, άρα οι τιμές δεν θα επανέλθουν, όλες και αυτομάτως, εκεί που ήσαν πριν την πληθωριστική κρίση.
Στην εγχώρια συζήτηση, η ίαση από την ασθένεια του πληθωρισμού θεωρείται, ακόμη και από σοβαρούς ανθρώπους, συλλήβδην από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, αλλά και από σημαντικό τμήμα της συμπολίτευσης, ζήτημα του κράτους. Αυτό είναι σωστό κατά τούτο: μέρος του κράτους είναι και η κεντρική τράπεζα του ευρώ, που υποκαθιστά μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ την Τράπεζα της Ελλάδος και αυτή κάνει αυτό που πρέπει.
Ανεβάζει τα επιτόκια, δηλαδή, την τιμή του χρήματος, επιδιώκοντας με αυτό τον τρόπο να περιορίσει την «πληθωριστική» χρήση του. Από το μηδενικό (πρακτικά αρνητικό), επιτόκιο του 2019 φτάσαμε στο 4,50%, μια τεράστια άνοδος. Βεβαίως και υπάρχουν αρνητικές επιδράσεις, κυρίως επειδή η οικονομία περιορίζει τα δάνεια προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουμε με ύφεση και, αν το γιατρικό δεν προλάβει τη χειροτέρευση του ασθενή, κινδυνεύουμε και με ανεργία. Πάντως, το φάρμακο δείχνει να δουλεύει, αφού ο γενικός δείκτης πληθωρισμού μειώνεται σταδιακά αν και αργά επειδή νέοι κίνδυνοι έχουν στο μεταξύ προστεθεί.
Σημειώστε, γιατί κανείς δεν το συζητά, ότι για την ελληνική οικονομία δεν εμφανίζονται σημάδια κάμψης, όμοια με εκείνα των μεγάλων χωρών, η κατανάλωση παραμένει υψηλή, βοηθούντος του τουρισμού και τα εισοδήματα βελτιώνονται. Αυτό είναι εντυπωσιακό, αν και στη δημόσια σφαίρα περνά σχεδόν απαρατήρητο και προφανώς δεν ισχύει με τον ίδιο τρόπο για όλους.
Υπάρχει βεβαίως το αγκάθι της ακρίβειας των τροφίμων, που πονά πολύ. Εκεί, η νομισματική πολιτική δεν δείχνει να τα καταφέρνει. Στο θέμα αυτό πρέπει, κυριολεκτικά, «να βάλει ο Θεός το χέρι του» (αφού εμείς οι Ανθρωποι αργήσαμε να σκεφτούμε τις επιπτώσεις της Κλιματικής Αλλαγής), μήπως και έχουμε, σε ολόκληρο τον κόσμο, πολλές καλές σοδιές. Ο άλλος λόγος που ακριβαίνουν τα τρόφιμα είναι ότι πολλές δεκάδες εκατομμυρίων ανθρώπων απέκτησαν πρόσβαση σε καλύτερη και «πλουσιότερη» διατροφή και ο μόνος τρόπος «να τους πάρουμε την μπουκιά από το στόμα» είναι να την πληρώνουμε ακριβότερα από εκείνους.
Αλλά ούτε αυτό είναι θέμα στην ελληνική δημόσια συζήτηση, άρα μένουμε στον ΦΠΑ, στην αισχροκέρδεια και στους ελέγχους. Στα δύο τελευταία θα επανέλθω μία των ημερών, αλλά, μέχρι τότε, σας καλώ να σκεφτείτε πόσες μονάδες χαμηλότερα πιστεύετε ότι θα ήταν ο πληθωρισμός αν εξαλείφαμε πλήρως το «υπερβολικό» κέρδος και πόσο μπορεί να συλλάβει την ακρίβεια ο πιο αυστηρός κρατικός έλεγχος. Απλώς για να έχουμε ένα μέτρο σε αυτά που ισχυριζόμαστε.
Μέχρι τότε, κρατήστε έναν ελπιδοφόρο δείκτη, που καταρτίζει ο Διεθνής Οργανισμός Τροφίμων, σύμφωνα με τον οποίο οι ονομαστικές τιμές του συνόλου ειδών διατροφής συνέχισαν να μειώνονται στο 120,6 τον Οκτώβριο έναντι 159,7 που είχε φτάσει ο δείκτης FAO τον Μάρτιο 2022.
Στο μεταξύ, δείτε μαζί μου τα εξής στοιχεία. Ο πιο σωστός τρόπος για να παρακολουθούμε το επίπεδο των τιμών, είναι ο δείκτης και όχι μόνον η ποσοστιαία μεταβολή. Ο δείκτης κάνει την ίδια δουλειά με τα μέτρα στάθμης του νερού, που έχουν ζωγραφισμένες οι πισίνες. Στην έξοδο από την πανδημία τα είδη διατροφής σε όλα τα κράτη της ευρωζώνης ήσαν, στο ίδιο, λίγο πολύ, επίπεδο: γύρω στο 110, με βάση το 100 για το 2015.
Από τότε, η Ελλάδα έφτασε (Οκτώβριος ’23) στο 133,5 και η μέση στάθμη της Ευρωζώνης στο 136,6. Στα τρία κράτη που μείωσαν τον ΦΠΑ ο δείκτης είναι στο 131,6 για την Πορτογαλία, η Ισπανία στο 140,4, ενώ η Πολωνία (εκτός ευρώ) στο 161. Συμπέρασμα, μόνον η Πορτογαλία φαίνεται να πετυχαίνει κάτι και προφανώς γι αυτό το λόγο η ισχύς του μέτρου, που ήταν αρχικώς για ένα εξάμηνο, παρατάθηκε μέχρι τέλη του έτους.
Είχα διατυπώσει τη σκέψη, όταν πρωτοσυζητήθηκε, πέρυσι τον χειμώνα, η ιδέα μείωσης του ΦΠΑ στην Ισπανία, ότι σε περίοδο έντονα ανοδικών πληθωριστικών πιέσεων είναι σίγουρο ότι μια μείωση του ΦΠΑ θα καταλήξει στην τσέπη των μεγάλων εμπόρων.
Νομίζω ότι είχα δίκιο και ορθώς η κυβέρνηση Μητσοτάκη αντιστάθηκε, ακόμη και προεκλογικά, στην «εύκολη» λύση, κάτι που δεν έκανε ο και πάλι πρωθυπουργός Σάντσεθ. Παρατήρηση: όσοι πιστεύουν ότι φταίει τελικά η αισχροκέρδεια, προφανώς και θα συμφωνούν τώρα με την κυβέρνηση και, σε κάθε περίπτωση, θα ήταν παράλογο να υποστηρίζουν και το ένα και το άλλο ταυτοχρόνως.
Η μόνη περίπτωση που θα μπορούσε να πιάσει τόπο ένας περιορισμένος χρονικά μηδενισμός ΦΠΑ, θα ήταν στην καθοδική φάση του πληθωρισμού και μόνον εφόσον οι τροφοδότες (μεγάλοι και μικροί) έμποροι δεσμευθούν ρητά (επί ποινή τεράστιων προστίμων) ότι δεν θα περάσουν τη μείωση στο χονδρεμπορικό τους κέρδος. Το βρίσκω δύσκολο, αλλά αν το υπουργείο Ανάπτυξης πιστεύει ότι θα καταφέρει να τους ελέγξει, τότε μάλλον πρέπει ο Κώστας Σκρέκας να το εισηγηθεί στον Κωστή Χατζηδάκη. Ένας όροφος τους χωρίζει άλλωστε…