Υπάρχουν καταστροφές χωρίς καταστροφή; Προφανώς όχι. Άρα, η πραγματική συζήτηση είναι το μέγεθος της καταστροφής. Αλλά και από την ανάποδη να το κοιτάξουμε, πρέπει να σκεφτούμε ποια και πόσο αποτελεσματική πρέπει και μπορεί να είναι η προφύλαξη από τις καταστροφές. Για παράδειγμα, για τους σεισμούς βάλαμε, πριν πενήντα και κάτι χρόνια (το 1959 και περαιτέρω το 1985) αυστηρές προδιαγραφές στατικής προφύλαξης.
Ευτυχώς. Πλην όμως, το κόστος κατασκευής αυξήθηκε κατακόρυφα, συγκρινόμενο με εκείνο που πληρωνόταν πριν τους κανονισμούς. Ακόμη και μετά τους νέους κανονισμούς, για να σας δώσω ένα παράδειγμα της δυσκολίας προσαρμογής, οι εργολάβοι συνέχισαν να χρησιμοποιούν, για πολλά χρόνια, άμμο θαλάσσης, η οποία, όπως γνωρίζουν οι μηχανικοί, δεν είναι ασφαλές υλικό για τα «σίδερα» του σκελετού των κατασκευών.
Η ασφάλεια είναι, προφανώς, απαραίτητη, αλλά είναι και πολύ ακριβή. Όχι μόνον, όπως αυθορμήτως εννοούμε, επειδή τα έργα υποδομής είναι πανάκριβα. Αλλά επειδή και ο σχεδιασμός τους είναι δύσκολος, άρα πολύ ακριβός. Τέλος, σημαντικός αλλά ακόμη δυσκολότερος είναι ο συνδυασμός τους, δηλαδή το σύστημα έργων, ώστε το προστατευτικό αποτέλεσμα να μεγιστοποιείται. Τέτοια περίπλοκα έργα υποδομής ούτε, προφανώς, υπήρχαν, ούτε ήσαν στα σχέδια, των οποίων η υλοποίηση να έχει καθυστερήσει, ούτε κανείς και ποτέ τα είχε προτείνει. Ούτε, τελικά, είναι σίγουρο ότι πρέπει να κατασκευαστούν. Όταν ο πρωθυπουργός υπολογίζει ότι η αποκατάσταση των ζημιών θα ξεπεράσει τα 3,3 δισ. αναλογιστείτε τι ποσά απαιτούνται για την αναδιοργάνωση του θεσσαλικού συστήματος διαχείρισης των υδάτινων πόρων.
Ας μείνουμε λοιπόν προσγειωμένοι. Υπάρχουν καταστροφές που ξεπερνούν και το καλύτερο έργο, κάθε σχεδιασμό ακόμη και τους πιο περίπλοκους συνδυασμούς. Τέτοιες ήταν οι πρόσφατες καταστροφές στη Θεσσαλία. Σήμερα, και οι πιο σοφοί μηχανικοί παραδέχονται ότι δεν είναι προφανές ότι ακόμη κι αν είχαμε καλύτερα έργα, η ζημιά θα ήταν πραγματικά μικρότερη. Κι όμως, στη δημόσια συζήτηση, όπως αυτή που έγινε χθες στη Βουλή σε επίπεδο αρχηγών κομμάτων, προκειμένου να καταδειχτεί η, αυτονόητη, ευθύνη της σημερινής κυβέρνησης, της χτεσινής περιφερειακής διοίκησης και όσων άλλων μοιράζονται τις ευθύνες, επικράτησαν τα συνθήματα. Η λαϊκίστικη συνθηματολογία με σκοπό να κερδίσει ο ένας πολιτικός σε βάρος του άλλου πολιτικού άμεσα κομματικά οφέλη, δεν βοηθά τον τόπο, το κράτος και καθόλου τους συμπολίτες των περιοχών αυτών, ειδικά όσους ακόμη δεν έχουν καταφέρει να επαναφέρουν στις ζωές τους κάποια στοιχειώδη τάξη και ασφάλεια.
Θα επαναλάβω τα όσα υπογράμμισε στη Βουλή ο Κυριάκος Μητσοτάκης: «Οι Ολλανδοί μας το λένε ξεκάθαρα: το κλειδί είναι η διαχείριση και η στενή συνεργασία πέραν των ορίων ενός δήμου ή μιας περιφέρειας, χωρίς αποσπασματικά έργα».
Η θεσσαλική καταστροφή πρέπει να μας διδάξει ποιο κράτος χρειαζόμαστε, πόσο διαφορετικό από αυτό που έχουμε σήμερα. Πλην όμως, παρακολουθώντας το πολιτικό προσωπικό που πήρε μέρος στη χτεσινή συζήτηση, δεν καταλαβαίνει κανείς να έχουμε καταλάβει το μέγεθος του εγχειρήματος. Επί δεκαετίες, τα μόνα, πρακτικά, σύνθετα έργα προχωρήσαμε ήταν εκείνα που μπορούσαμε να χρηματοδοτήσουμε με ευρωπαϊκά χρήματα. Δεν βάλαμε το χέρι στην τσέπη «μας».
Ένας ειλικρινής σχεδιασμός απέναντι στην πολύ πραγματική απειλή των καταστροφών απαιτεί ανεπανάληπτη συναίνεση, όχι μόνον για να ξηλωθούν τα μπουζουκομάγαζα από την κοίτη των ποταμών, όπως σκωπτικά ζήτησε ο πρωθυπουργός, αλλά για να προετοιμαστούμε, έστω την ύστατη ώρα όσο καλύτερα γίνεται για έναν μοναδικό στην Ιστορία συνδυασμό ενεργειών. Να αμυνθούμε έναντι των καταστροφών, που αναπόδραστα φέρνει η επιταχυνόμενη κλιματική αλλαγή, με έξυπνο τρόπο: αυτόν που και θα βελτιώνει την αποτελεσματικότητα όλων των μορφών οικονομικής παραγωγής και, ταυτόχρονα, θα διασφαλίζει τις ζωές των κατοίκων. Η χθεσινή συζήτηση κατέστρεψε και τις όποιες, λιγοστές, ελπίδες είχαν απομείνει.