Παρακολουθώ με αποστροφή και θλίψη, καιρό τώρα, τους «φίλους» και τα φιλαράκια του Πούτιν, να μιλούν με περιστροφές, υπονοούμενα και τσαλιμάκια για τη θέση, την εντελώς καθαρή θέση, που έχει λάβει η Ελλάδα απέναντι στην εισβολή της Ρωσίας σε εδάφη της Ουκρανίας.
Και αναρωτιέμαι, μέρες που είναι: «δεν ντρέπονται;»
Στην Κύπρο συνέβη πριν πενήντα χρόνια και συμβαίνει ακόμη μέχρι σήμερα ακριβώς όσα επιδιώκει ο Πούτιν στην Ουκρανία.
Και όχι μόνον. Τα ίδια θέλει να κάνει και στη Μολδαβία, αξιοποιώντας την κρίση στην Υπερδνειστερία. Όπως έκανε με τις πλάτες του επαίσχυντου συμφώνου με τον Χίτλερ. Αν βρει την ευκαιρία κι έχει τις δυνάμεις, θα το κάνει και σε άλλες χώρες.
Καθόλου τυχαία, η στάση της τότε Σοβιετικής Ένωσης στις αρχές της δεκαετίας του ’70, υποδαύλισε, εμμέσως πλην όμως σαφώς, την κατάληψη μέρους της Μεγαλονήσου. Είχε ήδη στηρίξει, τεχνηέντως και συφερτικά για εκείνην, όλες τις ανοησίες που είχε στο κεφάλι του ο Μακάριος, ότι δήθεν το Κίνημα των Αδεσμεύτων θα τον προστάτευε, όταν στην πραγματικότητα τον εξέθετε σε ολοένα μεγαλύτερους κινδύνους.
Αν η Κύπρος είχε ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, δεν θα είχε ποτέ διαμελιστεί η Κυπριακή Δημοκρατία, ακόμη κι αν είχε εξυφανθεί η προδοτική απόπειρα πραξικοπήματος του Σαμψών και των δικτατόρων της τότε Αθήνας. Εκεί βρίσκεται και η μεγάλη ευθύνη των ΗΠΑ, οι οποίες εξυπηρετούμενες άφησαν ή και έσπρωξαν την Ελλάδα να θέσει τη Δημοκρατία «στο απόσπασμα».
Το Κυπριακό ταλαιπώρησε αδιαλείπτως την Ελληνική Δημοκρατία, ανάπηρη όπως ήταν μέχρι την παλινόρθωσή της από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή με τη φωτισμένη συνεργασία όλων των παρατάξεων πλην των ρεβανσιστών της άκρας δεξιάς και την εν συνεχεία αμέριστη και πραγματική συμπαράσταση της δημοκρατικής Ευρώπης.
Θα έπρεπε με όλα αυτά κάτι περισσότερο να έχουμε μάθει.
Να έχουμε μάθει ότι η Ελλάδα δεν έχει άλλη οδό παρά να υποστηρίξει την Ουκρανία απέναντι στον επίδοξο κατακτητή.
Η μάχη της Κύπρου και της Ουκρανίας είναι ίδια και κοινή: «même combat», που λένε στη γαλλική τα αριστερόστροφα συνθήματα.
Το θυμίζω στη γαλλική γλώσσα των gauchistes γιατί είναι απίθανα καταθλιπτική η ταύτισή τους με κύκλους δήθεν εθνικιστικούς, εντός Ελλάδος, οι σχέσεις των οποίων με τη Μόσχα, που προφανώς περιλαμβάνουν και μυστικές χρηματοδοτήσεις, παραμένουν νομιμοφανείς.
Προφανώς επειδή το ελληνικό κράτος δεν διαθέτει άξιες λόγου μυστικές υπηρεσίες ταγμένες να προστατεύουν την εθνική κυριαρχία χωρίς να υπόκεινται στα τρέχοντα πολιτικά συμφέροντα.
Οι παράτες και οι άλλοι τουρκικοί πανηγυρισμοί των ημερών οφείλουν να μας αφυπνίσουν.
Η παρουσία Έλληνα πρωθυπουργού στις εκδηλώσεις του «δεν ξεχνώ» κι ας πέρασαν πενήντα χρόνια έχει ξεχωριστή σημασία.
Ακόμη κι αν δεχτούμε, σε μια ακραία διπλωματική προσπάθεια κατανόησης, ότι εκείνες τις ημέρες του 1974, το καθεστώς Ετσεβίτ «ανησύχησε» για τη μοίρα της τουρκοκυπριακής μειονότητας, η συνεχιζόμενη κατοχή του ενός τρίτου της Νήσου ισοδυναμεί με αυτό ακριβώς που πέτυχε ο Πούτιν στην Κριμαία και θέλει να επεκτείνει Ουκρανία.
«Δεν ξεχνώ» και σας καλώ κι εσάς να μην ξεχνάτε ότι η Ελλάς έσβησε μέρος, πολύ μεγάλο, του ηθικού βάρους που τη συνέθλιβε μετά το 1974, επιτυγχάνοντας υπό τον Κώστα Σημίτη -και πάλι με διαπαραταξιακή σύμπνοια πλην του ΚΚ- την ένταξη της Κύπρου στην Ενωμένη Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αύριο το πρωί θα μπορούσε να τερματιστεί η manu militari διχοτόμηση του Νησιού, αν τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής επέστρεφαν στις ηπειρωτικές βάσεις τους. Δεν πρόκειται να συμβεί. Η Άγκυρα έχει καταλάβει κυριολεκτικώς την Κύπρο που αγάπησαν οι Τουρκοκύπριοι.
Το σίγουρο και μ’ αυτό πρέπει να πορευόμαστε είναι πως η Ελλάδα δεν θα πάρει ποτέ το μέρος του κατακτητή. Ούτε στην Ουκρανία, ούτε στην Παλαιστίνη, ούτε πουθενά αλλού.